ἀκουστικός
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ή, όν, A of or for hearing, πάθος Epicur.Ep.1p.13U.; αἴσθησις ἀκουστική Plu.2.37f; δύναμις ἀκουστική Arr.Epict. 2.23.2; πόρος ἀκουστικός = orifice of ear, Gal.10.455; τὸ ἀκουστικόν = faculty of hearing, Arist.de An.426a7. 2 ready to hear, c. gen., Id.EN1103a3, Arr. Epict.3.1.13. Adv. ἀκουστικῶς Phld.Mus.p.107 K., S.E.M.7.355. 3 = ἀκουσματικός (eager to hear), Gell.1.9. 4 = ἀκουστός (heard, audible), Sch.E.Or.1281.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de pers.
1 con buena disposición para escuchar Arist.EN 1103a3, Arr.Epict.3.1.13, como cualidad de los pitagóricos σιωπηλοὶ καὶ ἀκουστικοί Iambl.VP 163
•subst. τὸ ἀ. buena disposición para oír M.Ant.1.16.
2 subst. οἱ ἀκουστικοί los Acusmáticos grado inferior en la escuela pitagórica, Gell.1.9.
II de cosas
1 audible λόγος Sch.E.Or.1281D.
2 acústico, auditivo πάθος Epicur.Ep.[2] 52.6, 53.7, αἴσθησις Plu.2.37f, πόρος ἀ. orificio del oído Gal.10.455, δύναμις ἀ. Arr.Epict.2.23.2, (πνεῦμα) ἀ. εἰς οὖς (el fluido) acústico (se extiende) hasta los oídos Ph.1.573.
3 subst. τὸ ἀ. facultad de oír, oído ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ (ἐνέργεια) ἀκοή el (acto) de la facultad de oír es la audición Arist.de An.426a7.
III adv. -ῶς en forma auditiva ὃ δὲ ἀκουστικῶς κινεῖται ἀκοή ἐστιν S.E.M.7.355
•mediante el oído o la facultad de oír ἀ. ὑπ' αὐτῆς (sc. τῆς μουσικῆς) τερπόμεθα Phld.Mus.4.35.33.
German (Pape)
[Seite 78] das Gehör betreffend, αἴσθησις Plut. de Audit. 2; = τὸ ἀκουστικόν, Plac. Phil. 4, 4; – gern hörend, πατρός Arist. Eth. 1, 13, 19; τὸ ἀκ. die Bereitwilligkeit zu hören, τινός, auf Einen, M. Ant. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'ouïe : αἴσθησις ἀκουστική PLUT le sens de l'ouïe;
2 qui écoute volontiers, docile à, gén..
Étymologie: ἀκούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουστικός:
1 слуховой (αἴσθησις Plut.; πάθος Sext.);
2 слушающийся, послушный (τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστικός: [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, αἴσθησις ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· πόρος ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς σωλήν, Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = ἀκουσματικός, μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = ἀκουστός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀκουστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση της ακοής ή στο ακουστικό όργανο
2. ο κατάλληλος για την αίσθηση της ακοής
νεοελλ.
1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις
2. το θηλ. ως ουσ. η ακουστική
3. το ουδ. ως ουσ. το ακουστικό
μσν.
αυτός που μπορεί ή πρέπει να ακουστεί
αρχ.
1. αυτός που είναι πρόθυμος να ακούσει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκουστικόν
διεξιότητα στην ακοή
3. πληθ. οἱ ἀκουστικοί
οι ακουσματικοί (βλ. ακουσματικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουστός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακουστικότητα].