διαστατός

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "op." to "op.")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστᾰτός Medium diacritics: διαστατός Low diacritics: διαστατός Capitals: ΔΙΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: diastatós Transliteration B: diastatos Transliteration C: diastatos Beta Code: diastato/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Lyd.Mens.4.76:—A torn by faction, πόλις Men.515. II having extension or dimension, σῶμα δ. τριχῇ Apollodor.Stoic.3.259, cf. Ph.1.8, etc.; opp. ἀμερής, Procl.Inst.176; τὸ πάντῃ δ. Plu.2.1023b; δ. πράγματα Dam.Pr.375. Adv. διαστατῶς dimensionally or in extension, Porph.Sent.33, Syrian, in Metaph.85.14; opp. νοερῶς, Procl. in Cra.p.55 P.

Spanish (DGE)

-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Basil.Eunom.533A]
I 1divisible σύνθετοι καὶ διαστατοὶ ὄγκοι Iambl.Comm.Math.14, ὁ τοιοῦτος ἀριθμὸς ἐπίπεδος κεκλήσεται· διχῇ γὰρ ἤδη δ. Iambl.in Nic.58, ὁ χρόνος Olymp.in Alc.81, cf. Phlp.in Ph.705.5.
2 fig. sumido en la discordia, presa de disensiones βοῶν ποιείτω τὴν πόλιν διάστατον (sic) Men.Fr.448, ἡ τῶν διαστατῶν μάχη el conflicto de las partes en discordia Plot.3.2.16.
3 dotado de dimensiones, extendido en el espacio τὴν ψυχὴν ἰδέαν εἶναι τοῦ πάντῃ διαστατοῦ que el alma es la forma de lo que está extendido en todas direcciones Posidon.141a, cf. Speus.54a, Iambl.Comm.Math.9, σῶμά ἐστι τὸ τριχῇ δ., πλάτει βάθει μήκει Plu.2.882f, cf. Apollod.Stoic.3.259, Porph.in Tim.38, in Cat.103.23, Aristid.Quint.109.25, Procl.Inst.176, Olymp.in Alc.165, κύβοι τριχῆ διαστατοί Theol.Ar.47, τριχῇ διαστατοί μετὰ ἀντιτυπίας Alex.Aphr.in Top.380.18, πράγματα Dam.in Prm.375, ὁ τόπος Simp.in Ph.630.1, μὴ ὑπάρχειν αὐτοῦ (θεοῦ) τριχῆ διαστατὴν τὴν οὐσίαν Basil.l.c., τὸ δ' ἐπὶ δύο δ. ἐπιφάνεια el espacio con dos dimensiones es la superficie Ph.2.184.
II adv. -ῶς
1 separadamente, en fragmentos δ. καὶ μεριστῶς Iambl.Myst.3.11, δ. τε καὶ κατακεχωρισμένως Cyr.Al.M.75.81D.
2 en forma dimensional op. ἀμερῶς: ὁ μὲν κόσμος τῷ νοητῷ δ. πάρεστι Porph.Sent.33, cf. Syrian.in Metaph.85.14, op. νοερῶς Procl.in Cra.55.

Greek (Liddell-Scott)

διαστατός: ή, όν ἔχων ἔκτασιν, διαστάσεις, Πλούτ. 2. 1023Β, Νικόμ. 116. 2· ὁ δυνάμενος διαστῆναι, διαιρέσιμος, Διογ. Λ. 7. 135.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαστατός, -ή, -όν)
αυτός που έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος)
αρχ.
αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί.