διακορεύω
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
(κόρη 1) deflower, Ar.Th.480, Ephor.164, Sor.1.8, Luc.DMeretr.11.2, Artem. 2.65.
Spanish (DGE)
desvirgar, desflorarMeón a Criteide, Plu.Vit.Hom.A 2.2, Tereo a Filomela, Sch.Ar.Au.212e.β, τὰ σώματα Epiph.Const.Haer.25.4.2, τὰς παρθένους PMasp.2.3.2 (VI d.C.), cf. Poll.3.42, Hsch., Sud., en v. pas. γυναῖκα διακεκορευμένην πρὸς γάμον λαμβάνειν Artem.2.65, cf. Luc.DMeretr.11.2, ταῖς ... διακεκορευμέναις καὶ μᾶλλον ταῖς προκεκυηκυίαις en las no vírgenes y especialmente en las que ya han parido Sor.6.26
•excep. c. ac. de ‘la virginidad’ τὴν σὴν σεμνὴν καὶ ἀσφαλείαν παρθένειαν εὑρὼν διηκόρευσα PLond.1711.18 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 583] entjungfern, τινά, Ar. Th. 480; Poll. 3, 42 führt aus Ar. διακορῆσαι an; – Luc. D. Mer. 11, 2 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
v. διακορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακορεύω [διά, κόρη] ontmaagden.
Russian (Dvoretsky)
διακορεύω: и Luc. διακορέω лишать девственности (τινά Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
διακορεύω: τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, Εὐφορ. Ἀποσπ. 164. Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 11. 2.
Greek Monolingual
(Α διακορεύω και διακορέω)
σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορεύω < κόρη.