φορεύς

From LSJ
Revision as of 17:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορεύς Medium diacritics: φορεύς Low diacritics: φορεύς Capitals: ΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: phoreús Transliteration B: phoreus Transliteration C: foreys Beta Code: foreu/s

English (LSJ)

gen. έως, Ep. ῆος, ὁ, A bearer, carrier, Il.18.566, A.R.1.132. II litter-bearer, Plu.Art.22. III [ἵππος] φ. pack-horse, sumpter-horse, Id.Aem.19.

German (Pape)

[Seite 1299] ὁ, der Träger; Il. 18, 566; ἰῶν Ap. Rh. 1, 132; bes. der Sänftenträger, Plut. Artax. 22; ἵππος φορεύς, Pack-, Saumroß, Aem. Paull. 19.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 porteur, portefaix;
2 ἵππος φορεύς PLUT cheval de somme.
Étymologie: φορέω.

Russian (Dvoretsky)

φορεύς: έως adj. m вьючный (ἵππος Plut.).
έως ὁ
1 носильщик Hom.;
2 носильщик паланкина, лектикарий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φορεύς: γεν. έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ βαστάζων ἢ φέρων τι, μία δ’ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν…, τῇ νίσσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωὴν Ἰλ. Σ. 566 κἑξ.· ἰῶν τε φορεὺς φύλακός τε βιοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 132, κλπ. ΙΙ. ὁ μεταφέρων τινὰ ἐπὶ φορείου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 22. ΙΙΙ. ἵππος φορεύς, φορτηγός, σκευοφόρος ἵππος· ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φορεῖς· οἱ τὴν μεταλλικὴν ὕλην ἐκκομίζοντες παῖδες. καὶ οἱ τῶν ἀσπίδων ἱμάντες. καὶ οἱ φέροντες».

English (Autenrieth)

ῆος: carrier, of grapes in the wine-harvest, vintager, Il. 18.566†.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. φορέας.

Greek Monotonic

φορεύς: γεν. -έως, Ιων. -ῆος, (φέρω), μεταφορέας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππος φορεύς, μουλάρι, ημίονος για φόρτωμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φορεύς, έως, φέρω
a bearer, carrier, Il.: ἵππος φορεύς a pack- horse, Plut.