φήμη
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, Aeol. and Dor. φάμα, Sapph.Supp.20A a]12, Pi.O.7.10; pseudo-Dor. φήμα B.5.194, al., Isyll.80: (φημί). I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός Od.2.35, ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus, φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100; followed by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φήμη and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El.1109 sq.; φήμη about a τέρας, Hdt.3.153; εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθα S.OT43, cf. 86,475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φήμη the message of the dream, Hdt.1.43; φ. μαντικαί S.OT 723; φήμη θεσφάτων Id.Tr.1150; μάντεων φῆμαι E.Hipp.1056. cf. Ion 180 (lyr.); φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel.820; φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd.111b, cf. Isoc.9.21; φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48, cf. Cyr.8.7.3, etc.; φήμης ἕνεκα ominis causa, Pl.Lg.878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia) ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a; hence, comically, φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av.720; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V.865 (anap.). 2 report, rumour, usually of uncertain and mysterious origin, φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op.763, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145; φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph. l. c.; ἄμβροτε Φ. S.OT158 (lyr.); φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100; φ. δημόθρους A.Ag.938; τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq.1320 (anap.); φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg.672b; φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap.18c. 3 report of a man's character, repute, δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op.760; ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11; περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον . . καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127; τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78: pl., ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας Pl.Lg.935a; ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105:—esp. of good report, fame, περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31; κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134, cf. 4.186; ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10: but also φ. πονηραί A.Ch.1045; αἰσχρὰ φήμη, opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43; ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg.822c, cf. R.463d. 4 φᾶμαι = songs of praise, Pi.P.2.16; φάμα φιλοφόρμιγξ A.Supp.697 (lyr.), cf. Th.866 (anap.). II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphrasis for λόγοι, S.Ph.846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη . . A.Supp.760; πολιαὶ φῆμαι E.El.701 (lyr.), cf. Pl.Phlb.16c, Lg.713c; αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λαβών Lys.2.3. b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17. 2 message, A.Ch.741, S.El.1155, E.Hipp.158 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1267] ἡ, dor. φάμα, 1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu thun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; so Od. 2, 35, wo der alte Aegyptios gesagt hat, in Beziehung auf den ihm unbekannten Veranlasser der Versammlung, εἴθε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ, τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ, heißt es vom Telemach, der es auf sich bezieht, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός; Od. 20, 100 sagt Odysseus φήμην τίς μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων ἔνδοθεν, welche Stimme v. 105 ff. ihm zu Theil wird; Soph. εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθά που, O. R. 43, vgl. 86. 475; φῆμαι μαντικαί 723; also auch Verkündigung durch Orakel, Vogel- u. Opferzeichen, Träume u. vgl.; βληθεὶς ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Her. 1, 43, vgl. 3, 153. 5, 72; μάντεων φήμας ἐλέγξας Eur. Hipp. 1056; τοὺς θεῶν ἀγγέλλοντας φήμας θνατοῖς Ion 180; Plat. κατά τινα μαντείας φήμην Legg. VII, 792 d, φήμας τε καὶ μαντείας καὶ αἰσθήσεις τῶν θεῶν γίγνεσθαι αὐτοῖς Phaed. 111 b, und oft; Vorbedeutung, Legg. IX, 878 a. – 2) Rede, Gerede, Gerücht, Ruf, Meinung, in der man steht; Hes. O. 765; φᾶμαι ἀγαθαί Pind. Ol. 7, 10; P. 2, 16 u. öfter; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι, es ist eine weit verbreitete Rede, Aesch. Suppl. 741; φήμη γε μέντοι δημόθρο υς μέγα σθένει Ag. 912; auch Gesang, Suppl. 678; Botschaft, Nachricht, φήμας λάθρᾳ προὔπεμπες Soph. El. 1144; lr. 203; φήμη τις φύλαξιν ἐμπέπτωκεν Eur. Rhes. 656; φήμ η ἀγαθή Ar. Equ. 1317 Vesp. 864; φήμης ὑπ οδεέστερα, von dem das Gerücht übertrieben ist, Thuc. 1, 11; τοῦτο ἕξει ὅπ ῃ ἂν αὐτὸ ἡ φήμη ἀγάγῃ Plat. Rep. III, 415 ü; οὐ γὰρ δήπ ου σοῦ γε τοσα ύτη φήμη τε καὶ λόγος γέγονεν Apol. 20 c, u. oft; τὴν φήμ ην, ήν προσεποιήσω Aesch. 2, 166.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. propr. ce qui est montré, d'où divulgation, révélation par la parole ou par signe, càd avertissement des dieux, auspice, présage ; particul. oracle : φήμη θεῶν SOPH oracle des dieux ; au plur. φῆμαι μαντικαί SOPH avertissements de l'oracle;
II. ce qui est annoncé par la parole, d'où
1 bruit, rumeur, nouvelle;
2 réputation, opinion sur le caractère d'une personne (bonne réputation, mauvais renom);
3 tradition, légende;
4 dicton, proverbe;
5 message;
6 louange, éloge ; gloire, renommée.
Étymologie: R. Φα, briller ; cf. φημί.
Russian (Dvoretsky)
φήμη: дор. φάμᾱ (φᾱ) ἡ
1 речь, слова: ὣς φάτο χαῖρε δὲ φήμῃ так он сказал, и (этим) словам обрадовался (Телемах);
2 вещее слово, прорицание (φῆμαι μαντικαί Soph.): τοῦ ὀνείρου ἡ φ. Her. предсказание сновидения, т. е. вещий сон;
3 знамение, предзнаменование: φήμης ἕνεκα Plat. для (доброго) предзнаменования, «на счастье»; ἐπωνυμίαν φήμην τινὸς ἔχειν Plat. быть названным в знак (для знаменования) чего-л.;
4 молва, слух, весть, Her., Thuc., Plat., Aeschin.: τίν᾽ ἔχων φήμην ἀγαθὴν ἥκεις; Arph. с какой доброй вестью ты пожаловал?; τὴν φήμην κατασκεδάσαι Plat. распространить слух;
5 репутация, слава: φ. κακή Hes. дурная слава; ἡ φ. περιφυομένη τινί Isocr. создавшаяся у кого-л. репутация; μετ᾽ αἰσχρᾶς φήμης Isocr. бесславно, с позором;
6 хвала, слава, доброе имя (φ. φιλοφόρμιγξ Aesch.); τὸ ἔργον καὶ ἡ φ. Her. подвиг и (в результате его) слава;
7 сказание, предание Lys.: ταῖς ἀρχαίαις φήμαις ἐνδεδεμένος Polyb. доверяющий древним сказаниям;
8 поговорка, пословица: ἀλλ᾽ ἔστι φ. κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι Aesch. но есть поговорка, что волки сильнее собак, т. е. на всякого найдется управа;
9 послание, весть (φήμας προπέμπειν τινί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φήμη: ἡ, Δωρ. φάμα, ἐντεῦθεν τὸ Λατιν. fama· (φημί, ἴδε ἐν λέξει φάω)· ― κυρίως φωνὴ ἢ λόγος ἀγνώστου πηγῆς, ὅθεν (κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς ἰδέας): Ι. φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, προφητικὴ φωνή, ὡς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, «τῇ κληδόνι, τῇ μαντείᾳ. λέγει δὲ τὸν λόγον τοῦ Αἰγυπτίου, ὃν ὡς μαντείαν ἐκδεξάμενος ὁ Τηλέμαχος ἐχάρη οἰωνιζόμενος ἐκ τούτου, ὅτι τὰ κατὰ σκοπὸν αὐτῷ πάντα εἰς τέλος ἀχθήσεται» (Σχόλ.). ― Κατ’ Εὐστάθ.: «ἔστι δὲ φήμη λόγος δηλωτικὸς μέλλοντος ἐξ αὐτομάτου λαλούμενος. καὶ τοίνυν τὴν τοιαύτην φήμην τοῦ γέροντος εἰς ἀγαθὸν δεξάμενος οἰωνόν, ἀνέστη δημηγορήσων» εἰς Ὀδ. Β. 35· οὕτως ἐν ᾧ ὁ Ὀδυσσεὺς εὔχεται εἰς τὸν Δία λέγων, φήμην τίς μοι φάσθω Ὀδ. Υ. 100, γίνεται εἰς ἀπόκρισιν τῆς εὐχῆς βροντὴ (102). καὶ αὕτη ἑρμηνεύεται ἐκ τῶν τυχαίων λόγων γυναικός, φήμην... γυνὴ προέηκεν ἀλετρὶς 105-119· τὸ αὐτὸ λέγεται καὶ σῆμα 111· κλεηδὼν 120· οὕτω φήμη καὶ κλεηδὼν ἐναλλάσσονται, Ἡρόδ. 5. 72, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1109 κἑξ.· φήμη καὶ τέρας, Ἡρόδ. 3. 153· ― ἐντεῦθεν, χρησμός, προφητεία, οἰωνός, εἴτε τοῦ θεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ’ ἀπ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Τ. 43, πρβλ. 86, 475, κλπ.· τοῦ ὀνείρου ἡ φ., ἡ ἐκ τοῦ ὀνείρου πρόρρησις, Ἡρόδ. 1. 43· φ. μαντικαὶ Σοφ. Ο. Τ. 723· φ. θεσφάτων ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1150· μάντεων φῆμαι Εὐρ. Ἱππ. 1056, πρβλ. Ἴωνα 180· φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 820· φήμας τε καὶ μαντείας Πλάτ. Φαίδων 111C, πρβλ. Ἰσοκρ. 193Α· φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνοὺς Ξεν. Συμπ. 4. 48, πρβλ. Κύρ. 8. 7, 3, κλπ.· φήμης ἕνεκα, ominus causa, Πλάτ. Νόμ. 878Α, πρβλ. 908Α· ― ἐντεῦθεν κωμικῶς, φήμη γ’ ὑμῖν ὄρνις ἐστὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 824. 2) λόγος διαδεδομένος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἀείποτε ἐν σχέσει πρὸς ἄγνωστόν τινα ἢ ἄδηλον μυστηριώδη ἀρχήν, φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεὸς νὺ τίς ἐστι καὶ αὐτὴ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 760· (τὸ χωρίον τοῦτο μνημονεύει καὶ ἐξηγεῖται ὁ Αἰσχίν. 18. 10-20, ἔνθα μνημονεύει τὸ φήμη δ’ ἐς στρατὸν ἦλθε, ὡς ἐκ τῆς Ἰλιάδος)· ― ἐντεῦθεν ἐθεσπίσθη ἡ Φήμη καὶ ἔσχε βωμούς, Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ. (μετὰ τοῦ Σχολ.), Παυσ. 1. 17. 1, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 158· οὕτω, φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Ἡρόδ. 9. 100· περιχαρὴς τῇ φήμῃ ὁ αὐτ. 1. 31· φ. δημόθρους Αἰσχύλ. Ἀγ. 938· τίν’ ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320· ὑποδεεστέρα τῆς φήμης, κατωτέρα τῆς φήμης, ἧττον σπουδαία ἢ ὅσον ἐφημίζετο, Θουκ. 1. 11· καὶ σοῦ γ’ ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Ἀντιφάνης ἐν «Θαμύρᾳ» 1· φ. ὑπορρεῖ Πλάτ. Νόμ. 672Β· φήμην τινὰ κατασκεδάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 18C. 3) ὁ λόγος περί τινος ἀνθρώπου καὶ τοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ, δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι ῥεῖα μάλ’, ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ’ ἀποθέσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 758· περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον... καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Αἰσχίν. 18. 7· φ. περιφύεταί τινι Ἰσοκρ. 97Ε· ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας Πλάτ. Νόμ. 935Α· ― μάλιστα δὲ ἐπὶ ἀγαθῆς φήμης, Ἡρόδ. 1. 31· κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Πλάτ. Νόμ. 109C, πρβλ. 80Α· ἀγαθαὶ φᾶμαι Πινδ. Ο. 7. 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320· ὡσαύτως, φ. πονηραὶ Αἰσχύλ. Χο. 1045· φ. αἰσχρά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καλὴ δόξα, Ἰσοκρ. 11C· ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατά τινος Πλάτ. Νόμ. 822C, πρβλ. Πολ. 463D. 4) φᾶμαι, ἐπαινετικοὶ ὕμνοι. Πινδ. Π. 2. 28· οὕτω, φάμα φιλοφόρμιγξ Αἰσχύλ. Ἱκ. 697, πρβλ. Θήβ. 866, καὶ ἴδε Φήμιος. ΙΙ. πᾶν εἶδος λόγου, πᾶσα φωνή, λόγος, λεγόμενον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 938, Χο. 1045· λόγων φήμη, ποιητικ. περιφρ. ἀντὶ λόγοι, Σοφ. Φιλ. 846· ― μάλιστα κοινὸς λόγος, «παράδοσις», μῦθος, ἀλλ’ ἔστι φήμη... Αἰσχύλ. Ἱκ. 760· πολιαὶ φῆμαι Εὐρ. Ἠλ. 701, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 16C, Νόμ. 713C, κλπ.· παρὰ φήμης μνήμην λαβὼν Λυσίας 190. 30. 2) ἀγγελία, παραγγελία, Αἰσχύλ. Χο. 741, Σοφ. Ἠλ. 1155, Εὐρ. Ἱππόλ. 158· λόγων φ. Σοφ. Φιλ. 846. ― Περὶ τῆς λέξεως ἴδε Wytt. ad Jul. σ. 150 κἑξ.
English (Autenrieth)
ominous or prophetic utterance, voice, omen, Od. 20.100, Od. 2.35.
Spanish
English (Strong)
from φημί; a saying, i.e. rumor ("fame"): fame.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φούμη Ν, και ἐφήμη Μ, και δωρ. τ. φάμα και πιθ. δωρ. τ. φήμα Α
1. ανεξακρίβωτη πληροφορία ή είδηση που διαδίδεται από στόμα σε στόμα, διάδοση (α. «κυκλοφορεί η φήμη ότι θα δοθεί και νέα αύξηση» β. «φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.)
2. δημόσια γνώμη, καλή ή κακή, για ένα πρόσωπο και για τον χαρακτήρα του (α. «έχει πολύ καλή φήμη στη γειτονιά» β. «δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην
φήμη γάρ τε κακὴ πέλεται», Ησίοδ.)
3. (ιδίως) η καλή γνώμη για κάποιον, αίγλη (α. «έχει μεγάλη φήμη» β. «κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φήμην», Πλάτ.)
4. ως κύριο όν. Φήμη
μυθ. αλληγορική μορφή της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, που θεωρήθηκε προσωποίηση τών δημόσιων διαδόσεων
νεοελλ.
1. (νομ.) ανεξέλεγκτος ισχυρισμός για πρόσωπα ή πράγματα, που διαδίδεται προφορικά ή και με όποιον άλλο τρόπο ως κρατούσα γνώμη
2. φρ. «φήμη και πελατεία»
(οικον.) η αξία μιας επιχείρησης πέραν τών υλικών και άυλων περιουσιακών της στοιχείων, η οποία είναι μέρος του «αέρα» και αποτελεί μορφή υπεραξίας της επιχείρησης
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. ευχή που ψάλλεται για επίσκοπο ο οποίος ιερουργεί
αρχ.
1. φωνή ή λόγος άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, θείος λόγος προφητικού χαρακτήρα
2. προφητεία ή χρησμός που διατυπώνεται μετά από την ερμηνεία οιωνών, σημείων ή ονείρων («βληθεις ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην», Ηρόδ.)
3. θεϊκό σημάδι, οιωνός («φήμης ἕνεκα», Πλάτ.)
4. κάθε είδος λόγου («φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα στένει», Αισχύλ.)
5. παράδοση, μύθος (α. «ἀλλ' ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι», Αισχύλ.
β. «ὅσους ἡ κοινὴ φήμη παραδέδωκεν [θεούς]», Φιλόδ.)
6. μήνυμα, παραγγελία
7. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) αἱ φᾱμαι
οι επαινετικοί ύμνοι
8. ως κύριο όν. θεά, κόρη της Διαβολής, την οποία θεωρούσαν αγγελιαφόρο τών νικών
9. φρ. α) «φήμη λόγων»
(στην ποίηση) (κατά περίφρ.) οι λόγοι (Σοφ.)
β) «φήμη ἀγαθή» — ευφημία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη-/φᾱ- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μη / -μᾱ (πρβλ. γνώ-μη, ῥώ-μη, τόλ-μη)].
Greek Monotonic
φήμη: ἡ, Δωρ. φάμα, Λατ. fama·(φημί)·
I. 1. φωνή εξ ουρανού, προφητική φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, όταν ο Οδυσσέας προσεύχεται στο Δία, φήμην τίς μοι φάσθω, αυτός του απαντά με κεραυνό, στο ίδ.· απ' όπου χρησμός, προφητεία, οιωνός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. λόγος ή φήμη διαδεδομένη ανάμεσα στους ανθρώπους, διάδοση, σε Ησίοδ., Αισχίν.· ὑποδεεστέρα τῆς φήμης, κατώτερη από τη φήμη, δηλ. ήταν υπερβολική, σε Θουκ.
3. κουβέντα ή λόγος για το χαρακτήρα κάποιου ανθρώπου, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως καλά λόγια, φήμη, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίσης φῆμαι πονηραί, σε Αισχύλ. κ.λπ.
4. φᾶμαι, ύμνοι επαινετικοί, σε Πίνδ.
II. 1. οποιαδήποτε φωνή ή λέξη, λόγος, ομιλία, σε Αισχύλ.· ιδίως, κοινός λόγος, παράδοση, μύθος, σε Ευρ., Πλάτ.
2. αγγελία, σε Τραγ.
Middle Liddell
φήμη, ἡ,
I. doric φάμα, Lat. fama: (φημί);— a voice from heaven, a prophetic voice, Od.; so, when Ulysses prays to Zeus, φήμην τίς μοι φάσθω, he is answered by thunder, Od.; hence an oracle, divination, omen, Hdt., Soph., etc.
2. saying or report spread among men, rumour, Hes., Aeschin.; ὑποδεεστέρα τῆς φήμης inferior to the report of them, i. e. exaggerated, Thuc.
3. the talk or report of a man's character, Hes., etc.:—esp. good report, fame, Hdt., Pind.; also, φ. πονηραί Aesch., etc.
4. φᾶμαι songs of praise, Pind.
II. any voice or words, a speech, saying, Aesch.:—esp. a common saying, a tradition, legend, Eur., Plat.
2. a message, Trag.
Chinese
原文音譯:f»mh 費姆
詞類次數:名詞(2)
原文字根:宣稱
字義溯源:聲言,名聲,風聲,名聲,消息,聲譽;源自(φημί)=說明),而 (φημί)出自(φῶς)=光), (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀);或出自(φαίνω)=發光)。參讀 (ἀκοή)同義字
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 名聲(1) 路4:14;
2) 風聲(1) 太9:26
English (Woodhouse)
legend, report, rumour, story, word, derived from any sound, omen from sounds, prophetic cry, what is said of one, what is thought of one
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ profecía, augurio τέλει πάσας χάριτας καὶ τὰς σὰς ἐνθέους φήμας cumple todos los favores y tus divinos augurios P IV 3170
Translations
utterance
Bulgarian: изказване, произнасяне; Catalan: articulació, expressió, pronunciació, discurs, enunciat; Czech: prohlášení, vyjádření, vyřčení, výrok; Dutch: uiting, taaluiting; French: émission sonore, articulation, prononciation, expression, énoncé, propos, parole, déclaration; Georgian: გამოთქმა, წარმოთქმა, თქმული, ნათქვამი; German: Äußerung; Kurdish Central Kurdish: وِتە; Latin: eloquium, fatum; Malayalam: ഉച്ചരിക്കൽ, ഉച്ചാരണം; Maori: tātaku, kīanga; Polish: wypowiedź; Portuguese: enunciado, expressão, manifestação; Romanian: vorbi; Russian: высказывание, выражение, произнесение; Serbo-Croatian: iskaz; Spanish: enunciado, discurso, expresión, articulación, pronunciación; Swedish: yttrande; Turkish: konuşma, söyleme
rumour
Arabic: إِشَاعَة; Assamese: উৰাবাতৰি; Azerbaijani: dedi-qodu; Belarusian: плётка; Bulgarian: мълва, слух; Burmese: ကောလာဟလ; Catalan: rumor; Chinese Mandarin: 傳聞, 传闻, 傳言, 传言; Czech: zvěst, drby; Danish: rygte, forlydende; Dutch: gerucht; Esperanto: onidiro; Finnish: huhu; French: rumeur, bruit; German: Gerücht; Greek: φήμη; Ancient Greek: θροῦς, φάτις; Hebrew: שְׁמוּעָה; Hindi: अफवाह, गप्प, अफ़वाह, अफवा; Hungarian: híresztelés, szóbeszéd; Indonesian: kabar burung, isu, kabar angin, desas-desus, rumor; Italian: voce; Japanese: 噂, 伝聞; Korean: 소문(所聞), 풍문(風聞); Latin: rumor, auditus; Latvian: bauma; Lithuanian: gandas; Malay: khabar angin; Maltese: xniegħa; Maori: waha kau, wawara, kohimu, tūtara; Norwegian: rykte; Polish: pogłoska, plotka; Portuguese: rumor, boato; Romanian: zvon, bârfă, rumoare; Russian: молва, слух, слухи, толки; Scottish Gaelic: fathann; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀сина; Roman: glàsina; Slovene: govorica; Spanish: rumor; Swedish: rykte; Tagalog: sabi-sabi, tsismis, usap-usapan; Telugu: పుకారు; Thai: ข่าวลือ; Tibetan: དཀྲོག་གཏམ; Turkish: söylenti, rivayet; Ukrainian: чутка, слух; Vietnamese: tin đồn, lời đồn; Westrobothnian: snøk, fnyk, snöuk, glångk; Yiddish: פּליאָטקע, פּאָטש, שמועה, שלח־מנות