διΐπτημι

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέπτην;
c. διαπέτομαι;
Moy. διΐπταμαι (ao.2 διεπτάμην, 3ᵉ sg. διέπτατο, inf. διαπτάσθαι) m. sign.
Étymologie: διά, ἵπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

διΐπτημι: (aor. 2 διέπτην); тж. med. Eur., Arph., Luc. = διαπέτομαι.