καυματίζω

From LSJ
Revision as of 14:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυμᾰτίζω Medium diacritics: καυματίζω Low diacritics: καυματίζω Capitals: ΚΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kaumatízō Transliteration B: kaumatizō Transliteration C: kavmatizo Beta Code: kaumati/zw

English (LSJ)

burn, scorch up, Apoc.16.8:—Pass., to be burnt up, Ev.Matt.13.6; become heated, suffer from heat, Plu.2.100b, 691f, Arr.Epict.1.6.26, Sor.1.108, M.Ant.7.64.

German (Pape)

[Seite 1408] durch Hitze ausdörren, auszehren, pass. durch Hitze umkommen, N. T.; an Fieberhitze leiden, καὶ πυρέττειν Plut. Symp. 4, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer par la chaleur ; Pass. avoir une fièvre ardente.
Étymologie: καῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυματίζω [καῦμα] doen verbranden, verschroeien.

Russian (Dvoretsky)

καυματίζω:
1 жечь (ἐν πυρί τινα NT): ἐκαυματίσθησαν καῦμα μέγα NT их жег сильный зной;
2 pass. быть в жару: καυματιζόμενοι καὶ πυρέττοντες Plut. лихорадящие (больные);
3 pass. сгорать (от зноя), т. е. засыхать (ἡλίου ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, sc. τὸ σπέρμα NT).

Greek (Liddell-Scott)

καυμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κατακαίω, καταξηραίνω, Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, πυρέσσω, Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.

English (Strong)

from καῦμα; to burn: scorch.

English (Thayer)

1st aorist infinitive καυματίσαι; 1st aorist passive ἐκαυματίσθην; (καῦμα); to burn with heat, to scorch: τινα, with ἐν πυρί added, καῦμα μέγα (see ἀγαπάω under the end for examples and references), to be tortured with intense heat, Antoninus 7,64; Epictetus diss. 1,6, 26; 3,22, 52; of the heat of fever, Plutarch, mor., p. 100d. (de cert. et vit. 1), 691e. (quaest. conviv. 6:2,6).)

Greek Monolingual

καυματίζω (ΑΜ) καύμα
παθ. καυματίζομαι
υποφέρω από πυρετό
αρχ.
1. κατακαίω, καταξεραίνω με κάψιμο
2. παθ. υποφέρω από τον καύσωνα.

Greek Monotonic

καυμᾰτίζω: μέλ. -ίσω, καψαλίζω ή κατακαίω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.

Middle Liddell

καυμᾰτίζω, [from καῦμα
to burn or scorch up, NTest.:—Pass. to be burnt up, NTest.

Chinese

原文音譯:kaumat⋯zw 考馬提索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:燃燒(化)
字義溯源:燃燒,燒焦,烤,曬;源自(καῦμα)=燒傷);而 (καῦμα)出自(καίω)*=燒)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);啓(2)
譯字彙編
1) 一曬(2) 太13:6; 可4:6;
2) 所烤(1) 啓16:9;
3) 烤(1) 啓16:8