κατάκοπος

From LSJ
Revision as of 08:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοπος Medium diacritics: κατάκοπος Low diacritics: κατάκοπος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katákopos Transliteration B: katakopos Transliteration C: katakopos Beta Code: kata/kopos

English (LSJ)

ον, A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8. II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.

German (Pape)

[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brisé de fatigue, épuisé.
Étymologie: κατά, κόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] uitgeput.

Russian (Dvoretsky)

κατάκοπος: разбитый (от усталости), измученный (κύων θηρευτικός Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάκοπος, -ον)
αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)
αρχ.
κοπιαστικός, επαχθής.
επίρρ...
κατάκοπα
κουρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»].