κληρονόμημα

From LSJ
Revision as of 20:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονόμημα Medium diacritics: κληρονόμημα Low diacritics: κληρονόμημα Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: klēronómēma Transliteration B: klēronomēma Transliteration C: klironomima Beta Code: klhrono/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, inheritance, Luc.Tyr.6.

German (Pape)

[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.

Russian (Dvoretsky)

κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.

Greek Monolingual

το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.

Greek Monotonic

κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.

Middle Liddell

κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω