περαίωσις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, crossing over, Str.12.5.1,al., Plu.Tim.16.
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de passer au delà, trajet.
Étymologie: περαιόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περαίωσις -εως, ἡ [περαιόω] oversteek.
Russian (Dvoretsky)
περαίωσις: εως ἡ переход, переправа Plut.
Greek Monotonic
περαίωσις: ἡ (περαιόω), διέλευση, μεταφορά, μετάβαση στο απέναντι μέρος, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
περαίωσις: ἡ, (περαιόω) διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν ἐκεῖθεν περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· τέλος, αὐτόθι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.