σάθη

From LSJ
Revision as of 21:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάθη Medium diacritics: σάθη Low diacritics: σάθη Capitals: ΣΑΘΗ
Transliteration A: sáthē Transliteration B: sathē Transliteration C: sathi Beta Code: sa/qh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, membrum virile, Archil.97 (prob.), Ar.Lys.1119.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das männliche Glied, Ar. Lys. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
le sexe de l'homme (Archil., AR Lys.).
Étymologie: DELG pê tiré de σαίνω avec le sens de « queue ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάθη -ης, ἡ [σαίνω?] penis.

Russian (Dvoretsky)

σάθη: (ᾰ) ἡ Arph. = πόσθη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» (πρβλ. σά-νν-ιον «ανδρικό μόριο») με εκφραστικό επίθημα -θη, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θο-ς). Η σημ. της λ. «ανδρικό μόριο» ερμηνεύεται από την ομοιότητα του ανδρικού μορίου με ουρά].

Greek (Liddell-Scott)

σάθη: [ᾰ], ἡ, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 'male member' (Ar. Lys. 1119, pob. also Archil. 67).
Compounds: ἀνδρο-σάθων, -σάθης m. name of Priapos (AB, H. a.o.).
Derivatives: σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telecl. a.o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as πόσθη (?) a.o.; cf. Chantraine Form. 367, also Specht Ursprung 252 f. (not probable). Perh. to σαίνω as "the tail".

Frisk Etymology German

σάθη: {sáthē}
Grammar: f.
Meaning:’männliches Glied' (Ar. Lys. 1119, wohl auch Archil. 67).
Composita: ἀνδροσάθων, -σάθης m. Ben. des Priapos (AB, H. u.a.).
Derivative: Davon σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telekl. u.a.);
Etymology: Bildung wie πόσθη u.a.; vgl. Chantraine Form. 367, auch Specht Ursprung 252 f. (nicht wahrscheinlich). Vielleicht zu σαίνω als "der Schwanz, der Wedel".
Page 2,670-671