διατρύγιος

From LSJ
Revision as of 13:47, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρύγιος Medium diacritics: διατρύγιος Low diacritics: διατρύγιος Capitals: ΔΙΑΤΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diatrýgios Transliteration B: diatrygios Transliteration C: diatrygios Beta Code: diatru/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row bore grapes in succession, Od.24.342, cf. Eust.ad loc.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
constantemente vendimiable δ. δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην cada liño de vides producía constantemente, Od.24.342.

German (Pape)

[Seite 608] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος ἤην· ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν: man versteht unter ὄρχος διατρύγιος eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατρύγιος -ον [διά, τρύγη] voortdurend oogst opleverend.

Russian (Dvoretsky)

διατρύγιος: (ῠ) приносящий разнообразные плоды или плодоносящий в течение круглого года (ὄρχος Hom.).

English (Autenrieth)

(τρύγη): bearing (strictly, ‘to be gathered’) in succession, Od. 24.342†.

Greek Monolingual

διατρύγιος, -ον (Α) τρυγώ
επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, του οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.).

Greek Monotonic

διατρύγιος: [ῠ], -ον (τρύγη), αυτός που δίνει περισσότερες από μία σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

διατρύγιος: -ον, (τρύγη)· ἐν Ὀδ. Ω.342, διατρύγιος δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.

Middle Liddell

δια-τρῠ́γιος, ον adj τρύγη
bearing grapes in succession, Od.