ἐπιχρίω

From LSJ
Revision as of 20:12, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρίω Medium diacritics: ἐπιχρίω Low diacritics: επιχρίω Capitals: ΕΠΙΧΡΙΩ
Transliteration A: epichríō Transliteration B: epichriō Transliteration C: epichrio Beta Code: e)pixri/w

English (LSJ)

[ῑ], A anoint, besmear, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (sc. τὸ τόξον) Od.21.179; χρῶτ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς 18.172:—Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ ib.179. 2 plaster over, τινι with a thing, Luc.Hist.Conscr.62. II lay on ointment, μετὰ τὸ -χρισθῆναι Zopyr. ap. Orib.14.58.1; κροτάφοις -χριόμενα v.l. in Dsc.3.22; πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς Ev.Jo.9.6, cf. IG14.966 (Rome, ii A.D.). 2 abs., use for anointing, Call.Iamb.1.270.

French (Bailly abrégé)

oindre, enduire ; appliquer un onguent;
Moy. ἐπιχρίομαι enduire sur soi : χρῶτ’ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ OD se frotter la peau de graisse.
Étymologie: ἐπί, χρίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρίω: (ρῑ)
1 намазывать, смазывать (τόξον ἀλλοιφῇ Hom.);
2 умащивать, натирать (παρειάς, med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.);
3 намазывать, покрывать (τιτάνῳ τι Luc.);
4 намазывать, втирать (τι ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρίω: μέλλ. -ίσω ῑ, ἐπαλείφω, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (δηλ. τὸ τόξον) Ὀδ. Φ. 179· ἐπιχρίσασα παρειὰς Σ. 172. - Μεσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Σ. 179. 2) ἀλείφω ἐπάνω εἴς τι παχὺ ἐπίχρισμα, Τουρκ. «σουβαντίζω», ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας, κτλ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. 3) ἐπ. σφραγῖδα, σφραγίζειν, Εὐαγγ. Πετρ. 8. (ἐν Κανταβριγίᾳ 1892). ΙΙ. ἐπιβάλλω, ἀλείφω ἀλοιφήν, τινί τι Διοσκ. 3. 25· ἐπιχρίω ὡς ἀλοιφήν, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 6.

English (Autenrieth)

aor. part. ἐπιχρίσᾶσα: besmear, anoint, mid., oneself, Od. 18.179. (Od.)

English (Strong)

from ἐπί and χρίω; to smear over: anoint.

English (Thayer)

1st aorist ἐπεχρισα; to spread on, anoint: τί ἐπί τί, anything upon anything, WH text Tr marginal reading ἐπέθηκεν); τί, to anoint anything (namely, with anything), ibid. 11. (Homer, Odyssey 21,179; Lucian, hist. scrib. 62.)

Greek Monotonic

ἐπιχρίω: μέλ. -ίσω [ῑ],
1. επαλείφω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.
2. επιθέτω, βάζω, τι ἐπί τι, σε Καινή Διαθήκη· τινί, με κάτι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ίσω
1. to anoint, besmear, Od.:—Mid. to anoint oneself, Od.
2. to plaster over, τι ἐπί τι NTest.; τινί with a thing, Luc.

Chinese

原文音譯:™picr⋯w 誒披-赫里哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-膏
字義溯源:塗上,塗抹,抹,膏;由(ἐπί)*=在⋯上)與(χρίω)*=塗抹)組成
同源字:1) (ἐπιχρίω)塗上 2) (χρίω)用油塗抹參讀 (ἀλείφω)同義字
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 抹(2) 約9:6; 約9:11

German (Pape)

[ρῑ], (χρίω), darauf-, darüberstreichen, φάρμακα ἐπιχριόμενα, Galen.; – bestreichen, salben, ἐπιχρίσασα παρειάς Od. 18.172; ἀλοιφῇ, den Bogen, 21.179; τιτάνῳ τὸ ἔργον Luc. hist.conscr. 62.
Med. sich salben, ἀλοιφῇ, Od. 18.179; Medic. – Adj. verb. ἐπιχριστός, auch ἐπίχριστος, 2. Endg, bestrichen, darübergestrichen, φύκη Luc. amor. 41; τὸ ἐπίχριστον, sc. φάρμακον, Salbe, Medic.; Plut.