ἐκνεφίας

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκνεφίας Medium diacritics: ἐκνεφίας Low diacritics: εκνεφίας Capitals: ΕΚΝΕΦΙΑΣ
Transliteration A: eknephías Transliteration B: eknephias Transliteration C: eknefias Beta Code: e)knefi/as

English (LSJ)

(sc. ἄνεμος), ὁ, A a hurricane, caused by clouds meeting and bursting, Alex.46.5, Arist.Mete.365a; νότος ἐ. D.S.20.88. 2 ἐ. ὄμβρος rain with sunshine, Hp. ap. Gal.19.96; ἐ. ἥλιος seen through clouds, Herod.Med. ap. Orib.10.9.1, cf. Philostr.Gym.58. 3 ἐ. πυρετός, perhaps fever with sweating, Hp. ap. Gal.l.c.

Spanish (DGE)

-ου
I 1que procede de las nubes, huracanado (ἄνεμοι) Arist.Mu.394b18, νότος D.S.20.88.
2 que aparece entre nubes ἐ. ὄμβρος Hp. en Gal.19.96, ἐ. ἥλιος Herod.Med. en Orib.10.9.1, Philostr.Gym.58.
3 medic. ἐ. πυρετός fiebre húmeda, acompañada de sudor Hp. en Gal.19.96.
II subst. ὁ ἐ. huracán, borrasca, viento de tormenta ἐ. καταιγίσας Alex.47.5, cf. Arist.Mete.365a1, 371b15, Thphr.Vent.50, Sign.37, Ach.Tat.Intr.Arat.33 (= Call.Fr.404), sinón. de lat. procella Plin.HN 2.131, cf. Seneca QN 5.12.1, Arr.Phys.3, Hsch.

German (Pape)

[Seite 770] ὁ, sc. ἄνεμος, ein Sturm, der beim Zusammenstoßen der Winde aus den Wolken hervorbricht, Arist. mund. 4 Meteorl. 2, 6; vgl. Alexis bei Ath. VIII, 338 d; νότος D. Sic. 20, 88; ὄμβρος, Regen mit Sonnenschein (?), Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

ἐκνεφίας: ου ὁ (sc. ἄνεμος; тж. ἐ. νότος Diod.) ветер с проливным дождем Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνεφίας: (ἐνν. ἄνεμος), ὁ, θυελλώδης ἄνεμος γεννώμενος ἐκ τῆς συναντήσεως καὶ ἐκρήξεως νεφελῶν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 1, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 23., 3. 1, 8· οὕτω, νότος ἐκν. Διόδ. 20. 88. 2) ἐκν. ὄμβρος, «ὁ μετὰ ἡλίου γενόμενος», κοινῶς «ἥλιος καὶ βροχή», Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. 242· ἐκνεφίας πυρετός, «ὁ ὑγρὸς ἅμα καὶ πυρώδης», αὐτόθι.

Greek Monolingual

ἐκνεφίας, ο (Α)
1. θυελλώδης άνεμος που πίστευαν ότι προερχόταν από έκρηξη συναντώμενων νεφών
2. φρ. α) «ἐκνεφίας ὄμβρος» — βροχή με ήλιο
β) «ἐκνεφίας ἥλιος» — συννεφόκαμα.