σταδίη
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἡ, v. στάδιος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. στάδιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδίη -ης, ἡ zie στάδιος.
Russian (Dvoretsky)
στᾰδίη: ἡ (sc. ὑσμίνη) рукопашный бой Hom.
English (Autenrieth)
see στάδιος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στάδιος.
Greek Monotonic
στᾰδίη: ἡ, βλ. στάδιος.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδίη: ἡ, ἴδε στάδιος.
Middle Liddell
στᾰδίη, ἡ, [v. στάδιος.]