λινορραφής

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνορρᾰφής Medium diacritics: λινορραφής Low diacritics: λινορραφής Capitals: ΛΙΝΟΡΡΑΦΗΣ
Transliteration A: linorraphḗs Transliteration B: linorraphēs Transliteration C: linorrafis Beta Code: linorrafh/s

English (LSJ)

ές, (ῥάπτω) A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.). II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνορρᾰφής: сшитый из льняной ткани (τυλεῖα Soph.): λ. δόμος Aesch. парусный дом, т. е. корабль.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c· λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.

Greek Monolingual

λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῖς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολορραφής, πολυρραφής].

German (Pape)

ές, von Leinwand zusammengenäht, oder mit Stricken zusammengefügt; δόμος, von einem ägyptischen Schiffe, Aesch. Suppl. 127; Soph. bei Poll. 10.39.
Bei Nonn. D. 23.131 aktivisch, ἀλιῆες, die Netze zusammenfügend.