νηυσιπέρητος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ον, v. ναυσιπέρατος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυσιπέρατος.
Russian (Dvoretsky)
νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.
Greek Monolingual
νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.
Greek Monotonic
νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.
Middle Liddell
νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]
German (Pape)
ion. = ναυσιπέρατος, Her. 1.193, sonst auch getrennt geschr., wie 1.189.