συνεπιτίθημι

From LSJ
Revision as of 19:35, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι);" to "$1$2;")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιτίθημι Medium diacritics: συνεπιτίθημι Low diacritics: συνεπιτίθημι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: synepitíthēmi Transliteration B: synepitithēmi Transliteration C: synepitithimi Beta Code: sunepiti/qhmi

English (LSJ)

A help in putting on, put on still more, βάρος Plu.2.728c. II Med., join in attacking, τῷ Μήδῳ Th.3.54, cf.6.17; τῷ τῆς τύχης πταίσματι Phld.Vit.p.21J.; μετά τινος Th.1.23, 6.10, Pl.Phlb.16a: abs., X.Cyr. 4.2.3, Is.6.29, Arist.Pol.1311b17, LXX De.32.27, Act.Ap.24.9. 2 σ. τῷ ἔργῳ fall to the work together, Th.6.56. 3 set upon and use to one's own advantage, σ. τῇ ἀγνοίᾳ, τῷ μίσει τινός, Plb.6.43.4; τοῖς καιροῖς Id.3.15.10, 5.87.2. 4 σ. τισὶ ἁμαρτίαν lay a sin to their charge, LXX Nu.12.11.

French (Bailly abrégé)

ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;
Moy. συνεπιτίθεμαι;
1 se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;
2 en mauv. part attaquer ensemble, s'abattre à la fois sur, s'acharner ensemble contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιτίθημι, Att. ook ξυνεπιτίθημι, alleen med. intrans. samen (met...) of mede aanvallen, met dat. iem., met dat., met μετά + gen. met iem.; van gebeurtenissen samen (met...) overvallen:. ταῦτα πάντα μετὰ τοῦδε τοῦ πολέμου ἅμα ξυνεπέθετο die (rampen) troffen (hen) tegelijk met deze oorlog Thuc. 1.23.3. zich mede toeleggen op, meedoen met, met dat.. Thuc. 6.56.2.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιτίθημι:
1 одновременно накладывать или вместе накладывать, наваливать (σ. καὶ συνεπιφορτίζειν Plut.): ἀθρόα συνεπιτιθέμενα ἀκροάματα Plut. куча всевозможных рассказов; ἅμα τῷ πολέμῳ καὶ λιμοῦ συνεπιτιθεμένου τοῖς Ῥωμαίοις Plut. когда на римлян, вместе с войной, обрушился и голод; ξυνεπιτίθεσθαι ἔργῳ Thuc. дружно приняться за дело;
2 med. вместе набрасываться или одновременно набрасываться, нападать Xen.: σ. τινι μετά τινος Thuc., Plat.; вместе с кем-л. нападать на кого-л.; συνεπέθετο καὶ Ἑλλανοκράτης Arst. в заговоре принял участие и Гелланократ;
3 med. использовать также против (кого-л.), воспользоваться (τοῖς καιροῖς Polyb.);
4 med. подтверждать (συνεπέθεντο φάσκοντες ταῦτα οὔτως ἔχειν NT).

Greek Monolingual

ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῖ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).

Greek Monotonic

συνεπιτίθημι: μέλ. -θήσω,
I. επιθέτω, βάζω επιπλέον ή από κοινού, σε Πλούτ.
II. Μέσ., επιτίθεμαι, επιπίπτω, εφορμώ από κοινού με, τινι, σε Θουκ.· ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ, συνεργάζομαι σε κάτι, επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο έργο, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιτίθημι: ἐπιτίθημι προσέτι, μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι ὁμοῦ εἰς τὸ ἔργον, Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· οὕτως, ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10.

Middle Liddell

fut. -θήσω
I. to help in putting on, Plut.
II. Mid. to join in attacking, τινι Thuc.; ξ. τῷ ἔργῳ \66\το fall to the work together, Thuc.

Chinese

原文音譯:sunt⋯qemai 尋-提帖買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-安放
字義溯源:共同安排,約定,隨同作證,同意,商議定,決意,商議,議定;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(4);路(1);約(1);徒(2)
譯字彙編
1) 隨同作證(1) 徒24:9;
2) 已經約定(1) 徒23:20;
3) 商議定了(1) 約9:22;
4) 約定(1) 路22:5

French (New Testament)

se joindre à une accusation, rejoindre dans un attentat

German (Pape)

(τίθημι), mit, zugleich auflegen, καὶ συνεπιφορτίζειν, Plut. Symp. 8.7 E. – Med., mit, zugleich angreifen; Thuc. 1.23, 6.10 und öfter; μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα, Plat. Phil. 16a; τοῖς καιροῖς, zum Angriff benutzen, Pol. 3.15.10 und öfter.