συνοίομαι

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοίομαι Medium diacritics: συνοίομαι Low diacritics: συνοίομαι Capitals: ΣΥΝΟΙΟΜΑΙ
Transliteration A: synoíomai Transliteration B: synoiomai Transliteration C: synoiomai Beta Code: sunoi/omai

English (LSJ)

aor. -ῳήθην, hold the same opinion, assent, ἐγὼ . . σ. Pl. R.500a; εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο σ. assent to . ., Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.

French (Bailly abrégé)

être du même avis ; τι en qch.
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοίομαι [σύν, οἴομαι] van dezelfde mening zijn.

Russian (Dvoretsky)

συνοίομαι: думать так же, соглашаться: καὶ τόδε ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοίομαι Α
έχω την ίδια γνώμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»].

Greek Monotonic

συνοίομαι: αόρ. αʹ -ῳήθην, αποθ., έχω την ίδια γνώμη με άλλους, συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίομαι: ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, ξυνοίομαι. οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι αὐτόθι 517C.

Middle Liddell

aor1 -ῳήθην
Dep. to hold the same opinion with others, to assent, Plat.

German (Pape)

(οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171a, Rep. VII.517c, καὶ τόδε ξυνοιήθητι.