ὑπόρριζος

From LSJ
Revision as of 11:44, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρριζος Medium diacritics: ὑπόρριζος Low diacritics: υπόρριζος Capitals: ΥΠΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: hypórrizos Transliteration B: hyporrizos Transliteration C: yporrizos Beta Code: u(po/rrizos

English (LSJ)

ον, (πίζα) A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18. II with piece of root attached, Thphr.HP2.1.3, CP1.2.2. III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύ-ρριζος].

German (Pape)

unter der Wurzel, Arist. H.A. 1.13; – mit einer Wurzel versehen, Theophr.