ἐντύφω

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντύφω Medium diacritics: ἐντύφω Low diacritics: εντύφω Capitals: ΕΝΤΥΦΩ
Transliteration A: entýphō Transliteration B: entyphō Transliteration C: entyfo Beta Code: e)ntu/fw

English (LSJ)

[ῡ], fut. -θύψω, A smoke as one does wasps, Ar.V.459:— Pass., smoulder, be on fire, Ph.1.455,al. II ἐντεθυμμέναι ἄμπελοι frost-bitten, EM458.42.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ῡ]
I 1ahumar, atufar σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου tú añadiendo a Esquines el de Selartio atúfalas (al coro de avispas), Ar.V.459 (cód.).
2 agr. socarrar, quemar part. perf. pas. socarrado por la helada ἀμπελῶνες ἐντεθυμμένοι EM 458.42G.
II en v. med.-pas.
1 humear, mantenerse como rescoldo τὸ γὰρ κεραύνιον πῦρ Ph.2.21, fig., de abstr., de la ἀπαιδευσία Ph.1.361, ἐντυφέσθω τι καλοκἀγαθίας ἐμπύρευμα ταῖς ψυχαῖς Ph.2.59, σπινθὴρ τῆς ἐπιθυμίας Chrys.Sac.3.10.89, de las pasiones, Ph.1.516.
2 abrasarse, sentir calor intenso como síntoma de una enfermedad, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 859] darin schmauchen, glimmen lassen, übh. anzünden, Ar. Vesp. 459. – Pass., darin rauchen, glimmen, Sp.

French (Bailly abrégé)

1 enfumer;
2 enflammer ; Pass. brûler dans, couver sous.
Étymologie: ἐν, τύφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντύφω: (ῡ) ирон. подкуривать, коптить (τινά Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καπνίζω τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, πνίγω διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων ἄνευ φλογός, κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, ὅταν καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.

Greek Monolingual

ἐντύφω (Α)
1. πνίγω με καπνό, καπνίζω κάτι
2. παθ. καίγομαι χωρίς να φαίνεται φλόγα, κρυφοκαίω
3. (παθ. μτχ. παρακμ.) ἐντεθυμμένος
παγόπληκτος.

Greek Monotonic

ἐντύφω: [ῡ], μέλ. -θύψω, καπνίζω κάτι, ρίχνω πάνω του καπνό, όπως κάνει κάποιος στις σφήκες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -θύψω
to smoke as one does wasps, Ar.