κιβωτός
English (LSJ)
ἡ, box, chest, coffer, Hecat.368 J., Simon.239, Eup.228.4, Ar.Eq.1000, V.1056 (anap.), Lys.12.10, Thphr.Char.18.4, IG22.1388.73; κ. δίθυρος, τετράθυρος, ib.12.330; ἱερά, δημοσία κ., Inscr.Délos 442 A 2,75 (ii B.C.); Noah's ark, LXX Ge.6.14; the ark of Moses, ib.Ex.25.9(10), al.; πέπτωκεν εἰς κ. has been deposited in the archives, UPZ 126 (iii B.C.), etc.; opp. κίστη (q.v.). (Perh. a v.l. in Il.24.228, cf. Sch.adloc. Suid. cites κίβος as the radic. form.)
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, hölzerner Kasten, Kiste, Schrank; Ar. Equ. 996 Vesp. 1056; Ath. III, 84 a u. Sp. Vgl. κίβος, κίβισις. [Spätere Dichter, wie Greg. Naz., brauchen ι kurz.]
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
coffre, caisse, boîte.
Étymologie: DELG emprunt prob., pê sémit.
French (New Testament)
arche (de Noé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιβωτός -οῦ, ἡ kist, koffer ( bijv. voor geld of kleding). ark (van Noach). NT.
Russian (Dvoretsky)
κῑβωτός: ὁ
1 ящик, сундук Arph., Plut.;
2 ковчег: κ. τοῦ Νῶε NT Ноев ковчег; κ. τῆς διαθήκης NT ковчег или кивот завета.
English (Strong)
of uncertain derivation; a box, i.e. the sacred ark and that of Noah: ark.
English (Thayer)
κιβωτοῦ, ἡ (κιβος (cf. Suidas 2094e.)), a wooden chest, box (Hecataeus, 368 (Müller's Frag. i., p. 30), Simonides), Aristophanes, Lysias, Athen., Aelian, others): in the N. T., the ark of the covenant, in the temple at Jerusalem, Philo, Josephus; the Sept. very often for אָרון); in the heavenly temple, Sept. for תֵּבָה).
Greek Monolingual
η (ΑΜ κιβωτός)
1. μεγάλη θήκη στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — μεγάλη θήκη στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη στάμνα του μάννα και τη ράβδο του Ααρών)
2. φρ. «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την εποπτεία του πατριαρχείου, αλλά την έκδοση διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο τουρκικός όχλος
νεοελλ.-μσν.
μτφ. χώρος ιερής παρακαταθήκης και σωτηρίας («το πανεπιστήμιο είναι η κιβωτός τών ιδεών της ελευθερίας»)
μσν.
κύβος
μσν.-αρχ.
ξύλινη θήκη, κιβώτιο, σεντούκι, κασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κίβισις.
ΠΑΡ. κιβωτίδιο(ν), κιβώτιο(ν)
αρχ.-μσν.
κιβωτάριον.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. κιβωτοειδής, κιβωτοποιός
μσν.
κιωτόκρυπτος, κιβωτοτετράπλευρος
νεοελλ.
κιβωτάμαξα].
Greek Monotonic
κῑβωτός: ἡ, ξύλινο κουτί, θήκη, σεντούκι, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
κῑβωτός: ἡ, ξύλινον κιβώτιον ἢ θήκη, Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν κίβος ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς εἶναι καὶ τὸ θίβη). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ..
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)
Meaning: wooden chest, box, cupboard (Hekat., Simon., Att.), also of Noah's ark and of the alliance (LXX).
Derivatives: Diminutives κιβώτιον (Ar., Arist.), -ίδιον (Delos IVa), -άριον (Hero).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perh. cognate with κίβισις sack (s. v.); anyhow a foreign word of unknown origin. Semitic hypotheses in Lewy Fremdw. 99f. A shorter form κίβος (κῖβος?) in Suid. - From κιβωτός Syr. qēƀūthā and NPers. kēƀūt box (cf. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50). Here perhaps also Lat. cibus, s. W.-Hofmann s. v. - So prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
κῑβωτός, ἡ,
a wooden box, chest, coffer, Ar. [deriv. uncertain]
Chinese
原文音譯:KibutÒj 企畢拖士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:方舟 相當於: (אֲרֹון) (תֵּבָה)
字義溯源:木櫃,方舟^,箱,櫃
出現次數:總共(6);太(1);路(1);來(2);彼前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 方舟(3) 太24:38; 路17:27; 彼前3:20;
2) 櫃(2) 來9:4; 啓11:19;
3) 一隻方舟(1) 來11:7
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τόν ἀρχικό τύπο κίβος (=κιβώτιο). Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τό θίβη (=πλεχτό καλάθι).