ὁμοιόω

From LSJ
Revision as of 17:03, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόω Medium diacritics: ὁμοιόω Low diacritics: ομοιόω Capitals: ΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: homoióō Transliteration B: homoioō Transliteration C: omoioo Beta Code: o(moio/w

English (LSJ)

Th.3.82, Pl.R.393c : aor.
A ὡμοίωσα E.Hel.33, Isoc.11.8 :— Med., Hdt. (v. infr.) :—mostly in Pass., fut. ὁμοιωθήσομαι Pl.Lg.964d, or in med. form ὁμοιώσομαι Hdt.7.158 : aor. ὡμοιώθην Th.5.103, Pl. R.510a, Isoc.5.114, etc.; Ep. inf. ὁμοιωθήμεναι (v. infr.) : pf. ὡμοίωμαι Pl.R.431e :—make like, ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν E.Hel.33; πᾶν παντὶ ὁ. Pl.Phdr.261e; ἑαυτὸν ἄλλῳ Id.R.393c; χοῦν . . -ώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ Hdt.8.28; τοῖς πεπλασμένοις καὶ τοῖς γεγραμμένοις τὴν τοῦ σώματος φύσιν Isoc.9.75; ἑαυτῷ τι Arist.GC324a10; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ = makes them correspond to prevailing conditions, Th.3.82 :—Pass., ὁμοιοῦμαι = to be made like, become like, in Hom. only in aor. inf. Pass., ὁμοιωθήμεναι ἄντην Il.1.187, Od.3.120; ὁμοιωθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.22.5; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς E.Ba. 1348, cf. Med.890; ἐς τὴν εὐβουλίαν . . ἄλλοις ὁ. Th.2.97, cf. 5.103, Hdt.7.158; κατὰ τὸ ἦθος ὁ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Isoc.5.114.
2 liken, compare, in Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος Hdt. 1.123 :—later in Act., τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; Ev.Matt.11.16; ἡ πόλις τινὰ Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν πρᾶξιν ὁμοιοῦσα BSA29.35 (Sparta, iv A. D.).
II intr., to be like, interpol. in Dsc.3.45.

German (Pape)

[Seite 336] ähnlich, gleich machen, vergleichen; στυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος ἶσον ἐμοὶ φάσθαι καὶ ὁμοιωθἧμεναι ἄντην, Il. 1, 187, wie Od. 3, 120, mit mir verglichen zu werden; ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν, Eur. Hel. 33; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Bacch. 1346; ἄστροις ὁμοιωθέντε, Hel. 139; ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνήν, Plat. Rep. III, 393 c; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ, Thuc. 3, 82; oft bei Sp., wie N. T. – Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος, Her. 1, 123; ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι, Plat. Rep. X, 613 b; – pass., ἄνδρα ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον, Rep. VI, 498 e; ὁμοιοῦταί τινι, Isocr. 2, 31; μηδ' ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, Thuc. 5, 103; Folgde.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὡμοίουν, f. ὁμοιώσω, ao. ὡμοίωσα, pf. inus.
Pass. f. ὁμοιωθήσομαι, ao. ὡμοιώθην, pf. ὡμοίωμαι;
1 rendre semblable, assimiler ; Pass. devenir ou être semblable à, τινι;
2 comparer : τινί τι, une chose à une autre;
3 adapter, conformer à, avec πρός et l'acc.;
Moy. ὁμοιόομαι, ὁμοιοῦμαι rendre semblable, assimiler : τί τινι, une chose à une autre.
Étymologie: ὅμοιος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιόω: (inf. aor. pass. ὁμοιωθῆναι - эп. ὁμοιωθήμεναι) тж. med.
1 делать похожим: ὁ. εἴδωλόν τινι Eur. создать чье-л. изображение;
2 уподоблять, приравнивать (πᾶν παντί Plat.; ὁμοιωθῆναί τινι κατὰ πάντα NT): ὁμοιωθήμεναί τινι Hom. равнять себя с кем-л.;
3 выравнивать, сглаживать, сравнивать (χοῦν τῷ ἄλλῳ χώρῳ Her.);
4 приспособлять, приноравливать (τι πρὸς τὰ παρόντα Thuc.): ὁμοιεύμενοι ἐκείνοισι Her. в подражание им.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόω: Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμ., προσαρμόζω αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., γίνομαι ὅμοιος, παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι ἄντην (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ ἦθος ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν ὡσαύτως παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι ὅμοιος, Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «παρομοιάζω», παραβάλλω, θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ὅμοιος, Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. προσομοιόω, ἐξισόω.

English (Strong)

from ὅμοιος; to assimilate, i.e. compare; passively, to become similar: be (make) like, (in the) liken(-ess), resemble.

English (Thayer)

ὁμοίῳ: future ὁμοιώσω; passive, 1st aorist ὡμοιώθην, and without augment ὁμοιωθην (once L marginal reading T editions 2,7 (but see WH s Appendix, p. 161); cf. Buttmann, 34 (30); Sturz, De dial. Maced. etc., p. 124; (cf.) Lob. ad Phryn., p. 153); 1future ὁμοιωθήσομαι; (ὅμοιος); from (Homer and) Herodotus down; the Sept. especially for דָּמָה;
a. to make like: τινα τίνι; passive to be or to become like to one: ὡμοιώθη ἡ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, was made like, took the likeness of, (aorist of the time when the Messiah appeared), ὁμοιωθήσεται (future of the time of the last judgment), ὡς τί, to be made like and thus to become as a thing (i. e., a blending of two thoughts; cf. Fritzsche on Buttmann, § 133,10; Winer's Grammar, § 65,1a.), כְּ נִדְמָה, to liken, compare: τινα τίνι, or τί τίνι, R G (see below)); R L text Tr marginal reading; Matthew 7:(L T WH Tr text), to illustrate by comparison, πῶς ὁμοιώσωμεν τήν βασσιλειαν τοῦ Θεοῦ, T WH Tr text L marginal reading (Compare: ἀφομοιόω.)

Greek Monotonic

ὁμοιόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ὡμοίωσα — Παθ., μέλ. ὁμοιωθήσομαι ή Μέσ. ὁμοιώσομαι· αόρ. αʹ ὡμοιώθην, Επικ. απαρ. ὁμοιωθήμεναι (ὅμοιος
1. καθιστώ κάτι όμοιο με κάτι, εξομοιώνω, Λατ. assimilarre, τί τινι, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω ίδιος, γίνομαι παρόμοιος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. ὡμοίωμαι, είμαι όμοιος, σε Πλάτ.
2. παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·
3. στη Μέσ. επίσης, ανταποδίδω με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


1. to make like, Lat. assimilare, τί τινι Eur., Plat.; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμ. to make their feelings suitable to present circumstances, Thuc.:—Pass. to be made like, become like, Hom., Eur., etc.; in perf. ὡμοίωμαι, to be like, Plat.
2. to liken, compare, τί τινι Hdt., etc.; so in Mid., Hdt.:— in N. T. of parables.
3. in Mid. also to make a like return, Hdt.

Chinese

原文音譯:ÐmoiÒw 何妹俄哦
詞類次數:動詞(15)
原文字根:有如 相當於: (דָּמָה‎)
字義溯源:好比,好像,比較,比,效法,藉著,相同;源自(ὅμοιος)=好像);而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)。參讀 (ὅμοιος)同源字
出現次數:總共(15);太(8);可(1);路(3);徒(1);羅(1);來(1)
譯字彙編
1) 好比(4) 太7:24; 太7:26; 太22:2; 太25:1;
2) 好像(2) 太13:24; 太18:23;
3) 我⋯來比較(1) 路13:18;
4) 我們⋯好像(1) 羅9:29;
5) 我用⋯比(1) 路7:31;
6) 我⋯來比(1) 路13:20;
7) 我可用⋯比(1) 太11:16;
8) 藉著(1) 徒14:11;
9) 相同(1) 來2:17;
10) 你們⋯效法(1) 太6:8;
11) 我們可用⋯比較(1) 可4:30