γρῖφος
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
ὁ,
A = γρῖπος, fishing basket, creel, Plu.2.47Id, Opp.H.3.80, PTeb.486 (ii/iii A. D.).
2 metaph., anything intricate, dark saying, riddle, Ar.V.20, Demetr.Eloc.153, Ath.10.448b sqq.; γρῖφον προβάλλειν Antiph.74.5; λέγειν γρίφους παρὰ πότον Id.124.2; distinguished from αἴνιγμα, Poll.6.19.
b forfeit paid for failing to guess a riddle, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: γρίφ- Hdn.Epim.16
1 nasa Opp.H.3.80, Erot.Fr.6, Plu.2.471d, Gal.16.729, Ael.Dion.γ 13, Poll.1.97, 10.132, PTeb.486 descr. (II/III d.C.), Hsch., cf. γρῖπος.
2 enigma, acertijo, adivinanza οὐδὲν ἄρα γρίφου διαφέρει Κλεώνυμος Ar.V.20, αἰνίγματα καὶ γρίφους ἀκούσας Luc.Pseudol.32, γρίφους συντιθέναι Luc.Vit.Auct.14, γρῖφον ὑφηνάμενοι AP 7.1 (Alc.Mess.), cf. Hdn.Gr.2.429, l.c., Ael.Dion.γ 13, Sch.D.T.11.14, en juego de palabras c. el sent. 1 γρίφοις ἰχθυβόλων ἔθανεν AP 7.213 (Arch.), formulado en oráculos, Anon.Mirac.Thecl.proem.36, esp. como juego en el banquete λέγειν γρίφους παρὰ πότον Antiph.122.2, τῶν μέντοι συμποτικῶν καὶ αἴνιγμα καὶ γ. Poll.6.107, cf. Antiph.75.5, Clearch.85, Ath.448b, Erot.100.14, Gell.1.2.4, Hsch., Eust.1926.56, c. ref. a su larga tradición ἀρχαιότατος δ' ἐστὶ λογικὸς γ. Ath.453b, περὶ γρίφων tít. de una obra de Clearco, Ath.452c, c. gen. subjet. Σφιγγὸς γ. el enigma de la Esfinge, AP 7.429.8 (Alc.Mess.), u obj. γ. παθῶν acertijo que se refiere a las pasiones Amph.Seleuc.98.
3 usos esp., como término ret. incoherencia ref. a una secuencia de frase sorprendente e inconexa destinada a provocar la risa, Demetr.Eloc.153
•lit. adivinanza junto a la sátira como tipo de composición literaria, Apul.Flor.9, como una subdivisión de la alegoría, Sacerd.6.462.19.
• Etimología: v. γρῖπος.
German (Pape)
[Seite 506] ὁ, 1) = γρῖπος, Opp. H. 3, 80 u. a. Sp. – 2) übh. alles künstlich Geflochtene u. Verknüpfte, bes. Räthsel, künstlich verschlungene Reden, die schwer aufzulösen, mit denen man sich gern bei Tische unterhielt, Ar. Vesp. 20; vgl. Ath. X, 448 ff, aus com.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 filet de jonc, nasse, filet en gén.
2 fig. langage enchevêtré ou qui prend l'interlocuteur comme dans un filet ; énigme (cf. logogriphe).
Étymologie: DELG t. techn., étym. peu sûre.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρῖφος -ου, ὁ net; overdr. raadsel, strikvraag.
Russian (Dvoretsky)
γρῖφος: ὁ
1 сеть (γρίφοις καὶ σαγήναις ἐλάφους λαμβάνειν Plut.);
2 запутанная речь, загадка (αἰνίγματα καὶ γρῖφοι Plut., Luc.): οὐδὲν γρίφου διαφέρειν Arph. быть настоящей загадкой.
Greek (Liddell-Scott)
γρῖφος: ὁ, ὡς τὸ γρῖπος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 80, Πλούτ. 2. 471D. 2) μεταφ., πᾶν τὸ περίπλοκον, λόγος ἀσαφὴς καὶ σκοτεινός, αἴνιγμα, Ἀριστοφ. Σφηξ. 20· γρῖφον προβάλλειν Ἀντιφ. Γανυμ. 2· λέγειν γρίφους παρὰ ποτὸν ὁ αὐτ. Κνοισθ. 1· πρβλ. Müller Δωρ. 4. 8, § 4 κἑξ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥίψ, Λατ. scirpus).
Greek Monolingual
ο (AM γρῑφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].
Greek Monotonic
γρῖφος: ὁ,
1. όπως το γρῖπος, καλάθι ψαρέματος, κοφίνι για ψάρια, φτιαγμένο από βούρλα, σε Πλούτ.
2. μεταφ., οτιδήποτε πολύπλοκο, δυσνόητο, ασαφές ρητό, αίνιγμα, γρίφος, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το ῥίψ, ῥιπός).
Middle Liddell
[Perh. akin to ῥίψ, ῥιπός.]
1. like γρῖπος, a fishing-basket, creel, made of rushes, Plut.
2. metaph. anything intricate, a dark saying, riddle, Ar.