die

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for die - Opens in new window

substantive

See dice.

the die is cast: P. ἀνέρριπται κύβος (late).

stamp: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, Ar. κόμμα, τό.

verb intransitive

Ar. and P. ἀποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, ἀπαλλάσσεσθαι (with or without βίου), ἐκλείπω

be dead: ἀπογίγνομαι, Att. ἀπογίνομαι, ἀπογενέσθαι

ἐκλείπειν, ἐκλείπειν βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν (2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.), φθίνειν, καταφθίνειν, ἀποφθίνειν.

be killed: P. and V. ἀπόλλυσθαι, διαφθείρεσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι.

fall in battle: V. πίπτειν.

die for: V. προθνήσκειν (gen.), ὑπερθνήσκειν (gen.), P. προαποθνήσκειν ὑπέρ (gen.), ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ (gen.).

die in or die upon: P. ἐναποθνήσκειν (dat. or absol.), V. ἐνθνήσκειν (dat. or absol.).

die in return: P. ἀνταποθνήσκειν, V. ἀνταπόλλυσθαι.

die out: of a family, Ar. and P. ἐξερημοῦσθαι; generally, P. and V. ἐξίτηλος γίγνεσθαι (Isocrates).

die together: V. συνθνήσκειν.

die with: P. συναποθνήσκειν (absol.), συναπόλλυσθαι (absol.), Ar. and V. συνθνήσκειν (dat.), V. συνόλλυσθαι (dat.), συνεκπνεῖν (dat.).

die a lingering death: P. δυσθανατεῖν.

dying a lingering death: V. δυσθνήσκων.

Latin > French (Gaffiot 2016)

dĭē, gén. et dat., v. dies.

Dutch > Greek

στερητέος, συγκαλυπτέος, συλληπτέος, ψυκτέος