διώκτης

From LSJ
Revision as of 18:55, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διώκτης Medium diacritics: διώκτης Low diacritics: διώκτης Capitals: ΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: diṓktēs Transliteration B: diōktēs Transliteration C: dioktis Beta Code: diw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., 1 Ep.Ti.1.13.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): διωττ- Hsch.
I 1perseguidor, crist. perseguidor de los cristianos de San Pablo, 1Ep.Ti.1.13, Acta Phil.4.6, Cyr.Al.Luc.1.103, de Constancio ὠμότερος τῶν πρὸ αὐτοῦ τυράννων καὶ διωκτῶν Ath.Al.H.Ar.40.1, de Herodes, Gr.Naz.M.35.589B, del emperador Juliano, Gr.Naz.M.35.1121A, de un hereje δ. ἐστὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως Gr.Nyss.Ref.Eun.333.28
subst. ὁ δ. el perseguidor, el que persigue ὁ δ. τοῦ λόγου Clem.Al.Strom.5.5.27, cf. Cyr.Al.M.69.824D.
2 que ahuyenta, que pone en fuga c. gen. obj. δ. τοῦ σκότους dicho de Cristo A.Thom.A 80.
3 διώττας· ἐργοδιώκτας e.d. capataces prob. cret., Hsch.
II de abstr. propio de la persecución, de la persecución καιρός Gr.Naz.M.37.619A, 961A.

German (Pape)

[Seite 649] ὁ, dasselbe, LXX., K. S.

English (Strong)

from διώκω; a persecutor: persecutor.

English (Thayer)

διωκτου, ὁ (διώκω), a persecutor: 1 Timothy 1:13. Not found in secular writings.

Greek Monolingual

ο (AM διώκτης, ο
θηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) διώκω
1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον
2. κυνηγετικό σκυλί
μσν.
αυτός που απομακρύνει.

Russian (Dvoretsky)

διώκτης: ου ὁ гонитель NT.

Chinese

原文音譯:dièkthj 笛哦克帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:追(者)
字義溯源:迫害者,逼迫者,逼迫人的;源自(διώκω)=追求);而 (διώκω)出自(δίψυχος)X*=逃走)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 逼迫者(1) 提前1:13

French (New Testament)

ου (ὁ) persécuteur
διώκω