ἀπορέπω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
slink away, AP9.746 (Polem. Rex).
German (Pape)
[Seite 321] weggehen, ἀπέρεψε τὰ βοίδια Polem. 3 (IX, 746).
French (Bailly abrégé)
pencher.
Étymologie: ἀπό, ῥέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορέπω: v.l. ἀπο-ρρέπω (aor. ἀπέρεψα) ускользать, удирать Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορέπω: μέλλ. -ψω, ἀποδιδράσκω, «τὸ στρίφτω», «τὸ κόφτω λάσπη», «τὰ καπνίζω», Ἀνθ. Π. 9. 746.
Greek Monotonic
ἀπορέπω: μέλ. -ψω, αποδρώ, το σκάω, σε Ανθ.