λεπίζω
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
(λέπος) A peel off the husk, skin or bark, mostly in Pass., Antiph. 217.10 (codd. Ath.), Thphr.HP9.2.7, Arist.Mir.830a15 (s.v.l.), Ph.Bel.88.45, Dsc.1.36; of the tongue, Aët.8.40:—Act. in LXX Ge. 30.37, al. II (λεπίς) strip an object of its covering of metal plates, Plb.22.4.7, 10.27.11 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 29] schälen, die Schale, Rinde od. Haut abziehen, Pol. 10, 27, 11. 23, 2, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
peler, écailler, écorcer.
Étymologie: λεπίς.
Russian (Dvoretsky)
λεπίζω: снимать кожу, обдирать, pass. сдираться Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
λεπίζω: (λέπος) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω», Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 10, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 13, 1· ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γεν. Λ΄ 37, κ. ἀλλ.)· ― μεταφορ., Πολύβ. 10. 27, 11.
Greek Monolingual
(I)
λεπίζω (AM) λέπος
αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ).
(II)
λεπίζω (Α) λεπίς
αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα αντικείμενο («τούτων δὲ τὰ μὲν πλεῖστα συνέβη λεπισθῆναι κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρου... ἔφοδον», Πολ.).