τετραορία

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾱορία Medium diacritics: τετραορία Low diacritics: τετραορία Capitals: ΤΕΤΡΑΟΡΙΑ
Transliteration A: tetraoría Transliteration B: tetraoria Transliteration C: tetraoria Beta Code: tetraori/a

English (LSJ)

ἡ, four-horsed chariot, Pi.O.2.5, P.2.4, al.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attelage de quatre chevaux.
Étymologie: τετράορος.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾱορία:четверная запряжка, четверка лошадей Pind.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾱορία: ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.

English (Slater)

τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.) four-horse chariot τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράορος
άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

τετρᾱορία: ἡ, άρμα από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

τετρᾱορία, ἡ,
a four-horsed chariot, Pind.