Πινδάρειος

From LSJ
Revision as of 12:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πινδάρειος Medium diacritics: Πινδάρειος Low diacritics: Πινδάρειος Capitals: ΠΙΝΔΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Pindáreios Transliteration B: Pindareios Transliteration C: Pindareios Beta Code: *pinda/reios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, of Pindar, ἔπος Ar.Av.939 (lyr.):—also Πινδαρικός, ή, όν, Plu.2.602f; σχῆμα Πινδάρειον Eust.1110.52. Adv. Πινδαρικῶς Id.21.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Pindare.
Étymologie: Πίνδαρος.

Russian (Dvoretsky)

Πινδάρειος: (ᾰ) пиндаров(ский) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Πινδάρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― ὡσαύτως Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.

Greek Monotonic

Πινδάρειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Πινδάρειος, η, ον
of Pindar, Ar.