δυσφόρητος

From LSJ
Revision as of 16:47, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "f. l." to "f.l.")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρητος Medium diacritics: δυσφόρητος Low diacritics: δυσφόρητος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysphórētos Transliteration B: dysphorētos Transliteration C: dysforitos Beta Code: dusfo/rhtos

English (LSJ)

ον, hard to be borne, Hsch.; f.l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσφόρητος: невыносимый (σάρξ Eur. - v.l. διαφόρητος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.

Greek Monolingual

δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσφόρητος: -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, αβίωτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δυσφόρητος, ον [from δυσφορέω
hard to bear, Eur.