λᾶϊγξ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας, A small stone, pebble, λάϊγγες Od.5.433; λάϊγγας 6.95. II generally, stone, A.R.1.402, al.
French (Bailly abrégé)
λάϊγγος (ἡ) :
petite pierre.
Étymologie: λᾶας.
German (Pape)
ιγγος, ἡ, dim. von λᾶας, Steinchen, Od. 5.433, 6.95; bei sp.D. auch von größeren Steinen, Ap.Rh. 1.402; Paul.Sil. ambo 121.
Russian (Dvoretsky)
λᾶϊγξ: ϊγγος ἡ камешек Hom.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶϊγξ: γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ λᾶας, μικρὸς λίθος, «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. καθόλου, λίθος, Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
1. μικρός λίθος, λιθάρι
2. (γενικά) λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρόφιγξ, φύσιγξ)].
Greek Monotonic
λᾶϊγξ: -γγος, ἡ, υποκορ. του λᾶας, μικρός λίθος, βότσαλο, σε Ομήρ. Οδ.