λυγκεύς
From LSJ
Full diacritics: λυγκεύς | Medium diacritics: λυγκεύς | Low diacritics: λυγκεύς | Capitals: ΛΥΓΚΕΥΣ |
Transliteration A: lynkeús | Transliteration B: lynkeus | Transliteration C: lygkeys | Beta Code: lugkeu/s |
έως, ὁ, an eyesalve, Gal.12.778, Paul.Aeg.7.16.
έως (ὁ) :
collyre pour certaines maladies.
Étymologie: λύγξ².
λυγκεύς, -έως, ὁ (Α) λύγξ (I)]
φάρμακο για οφθαλμικά νοσήματα.