ἀνδροφόντης
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον, ὁ, = ἀνδρειφόντης, A.Th.572.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ matador de hombres de Anfiarao, A.Th.572.
German (Pape)
[Seite 219] ὁ, dasselbe, Aesch. Spt. 595.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homicide.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροφόντης: ου adj. m Aesch. = ἀνδροφόνος I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροφόντης: -ου, ὁ, = ἀνδρειφόντης, Αἰσχύλ. Θ. 572.
Greek Monotonic
ἀνδροφόντης: -ου, ὁ = ἀνδρειφόντης, σε Αισχύλ.