ὠκυεπής

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠεπής Medium diacritics: ὠκυεπής Low diacritics: ωκυεπής Capitals: ΩΚΥΕΠΗΣ
Transliteration A: ōkyepḗs Transliteration B: ōkyepēs Transliteration C: okyepis Beta Code: w)kueph/s

English (LSJ)

ές, quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.

German (Pape)

ές, schnell redend, Apollo, Hymn. (IX.525).

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠεπής: быстро говорящий, с плавно льющейся речью (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].

Greek Monotonic

ὠκυεπής: -ές, γεν. -έος (ἔπος), αυτός που μιλάει γρήγορα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκυ-επής, ές ἔπος
quick-speaking, Anth.