ἐθημολογέω
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
gather customarily, AP9.551 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
recoger según su costumbre ψαμμίτην δόρπον de una garza en la orilla AP 9.551 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]rassembler comme à l'ordinaire.
Étymologie: ἐθήμων, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
ἐθημολογέω: κατὰ συνήθειαν συλλέγω, ψαμμίτην δόρπον ἐθημολόγει Ἀνθ. Π. 9. 551.
Greek Monotonic
ἐθημολογέω: (ἔθος, λέγω), συγκεντρώνω κατά συνήθεια, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἔθος, λέγω
to gather customarily, Anth.