εὐθυτενής
English (LSJ)
ές, (τείνω) straight, ὁδός Ph.1.456, cf. Dion.Byz.3; πλοῦς Iamb.VP3.16; εὐ. τὴν τρίχα Ael.NA4.34: Medic., τομή Antyll. ap. Orib.44.8.1. Adv. -νῶς ib.9, Ph.1.338, Gal.18(1).797.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu en droite ligne, direct.
Étymologie: εὐθύς, τείνω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυτενής: -ές, (τείνω) πρὸς τὸ εὐθὺ τεταμένος, εὐθύς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34, Φίλων 1. 456. - Ἐπίρρ. -νῶς, Γαλην. 12. 477F. - Ἐπίρρ. εὐθυτενῶς, κατ’ εὐθεῖαν, Φίλων, Ι. 338, 24.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐθυτενής, -ές)
ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή»)
αρχ.-μσν.
δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -τενής (< θ. τεν- πρβλ. τείνω < τέν-jω), πρβλ. εκτενής, σχοινοτενής].