τραυμάτιον
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
Ion. τρωμ-, τό, Dim. of τραῦμα, slight wound or hurt, Hp.Epid.3.4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite blessure, coup.
Étymologie: dim. de τραῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
τραυμάτιον: Ἰων. τρωμ-, τό, ὑποκ. τοῦ τραῦμα, μικρὸν τραῦμα ἢ μικρὰ βλάβη, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ γ΄ 1082, κλπ.
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρωμάτιον, τὸ, Α τραύμα, τραύματος]]
υποκορ. μικρό τραύμα ή μικρή βλάβη.