χήρειος

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήρειος Medium diacritics: χήρειος Low diacritics: χήρειος Capitals: ΧΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: chḗreios Transliteration B: chēreios Transliteration C: chireios Beta Code: xh/reios

English (LSJ)

α, ον, widowed, λέκτρα AP9.192 (Antiphil.): Ion. χηρήϊος, οἶκος Antim.99.

German (Pape)

[Seite 1354] verwittwe't, verwais't, χήρεια λέκ τ ρα Antiphil. 11 (IX, 192).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de veuf, de veuve.
Étymologie: χῆρος.

Russian (Dvoretsky)

χήρειος: овдовевший, осиротевший (λέκτρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χήρειος: -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α χήρα
αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

χήρειος: -α, -ον (χήρα), χηρευμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

χήρειος, η, ον χήρα
widowed, Anth.