ἀδεκάστως
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec intégrité.
Étymologie: ἀδέκαστος.
Spanish
íntegra, imparcial, desinteresadamente
Russian (Dvoretsky)
ἀδεκάστως: беспристрастно (ἐξηγεῖσθαι προσέχοντα Luc.).