ἀνάθημα
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀνατίθημι) A that which is set up: hence, like ἄγαλμα, votive offering set up in a temple, Hdt.1.14,92, S.Ant.286, etc.; ἀνάθημα ἐκ λειτουργιῶν Lys.26.4. 2 used by Hom. only in first sense of ἄγαλμα, delight, ornament, μολπή τ' ὀρχηστύς τε· τὰ γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός Od.1.152, cf. 21.430, IG14.1390; τοῖς τεκοῦσιν ἀνάθημα βιότου, of children, E.Fr.518, cf. Pl.Hp.Mi.364b; to help deserving poverty is βασιλικοῦ πλούτου ἀνάθημα καὶ κατασκεύασμα λαμπρότατον D.H.19.14. 3 of a slave in a temple, ἀνάθημα πόλεως = devoted to this service by the city, E.Ion310.—Cf. ἀνάθεμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἄνθημα Lycophronid.2, IG 12(5).911.21; cf. tb. ἀνάθεμα
1 ofrenda votiva, exvoto en gener. todo lo que es ofrenda consagrada a la divinidad en el templo y que forma parte de su tesoro ἑαυτῶν δὲ ἀναθήματα Gorg.B 6, ὅσα μὲν ἀργύρου ἀναθήματα Hdt.1.14, ἀνάθημα πόλεως de un esclavo del templo de Apolo, E.Io 310, ἔν τε ἀναθήμασιν ἰδίοις καὶ δημοσίοις Th.2.13, τὸ μὲν τοῦ Ἀπόλλωνος ἀνάθημα X.An.5.3.5, ἀνέγραψαν τὰ τῆς Ἀθηνᾶς ... ἀναθήματα SEG 26.1221 (Halicarnaso IV a.C.), τοῖς ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἀναθήμασιν Plu.2.870d, ἀναθήματα νίκης Nonn.D.40.283, cf. Hdt.1.92, S.Ant.286, Th.1.132, E.Supp.983, Is.5.41, D.3.25, X.HG 7.3.8, Plb.7.14.3, Ph.2.202, D.C.Epit.7.21.11, D.C.42.49.2, Luc.Asin.41
•I.BI 6.335, POxy.1449.7 (III a.C.), IG l.c.
•fig. en el sent. de ofrenda no votiva, de Helena ἀναθήμασιν ... ἱλάσκεσθαι καὶ τιμᾶν αὐτὴν χρή Isoc.10.66, de un enamorado τόδ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον, καλὸν ἄνθημα Lycophronid.l.c.
2 plu. monumentos votivos en gener. edificaciones, columnas, estatuas τὰ ἐκ τῶν λητουργιῶν αὐτοῦ ἀναθήματα Lys.26.4, τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπ' ἐκείνοις σταθέντων τὸ κάλλος προπύλαια ταῦτα D.22.76, ἀναθήματα μεγάλα τῶν τε βασιλέων καὶ ἰδιωτῶν Pl.Criti.116e, (πόλις κοσμουμένη) τὰ μὲν ἀναθήμασιν Arist.Pol.1321a38, cf. Isoc.4.156, Plb.5.11.7, IUrb.Rom.339, D.Chr.31.89, Plu.2.337c
•tb. pinturas, tablas votivas ὁπόταν γραφέες ἀναθήματα ποικίλλωσιν Emp.B 23.1.
3 ornamento, adorno μολπή τ' ὀρχηστύς τε· τὰ γὰρ ἀναθήματα δαιτός Od.1.152, cf. 21.430
•fig. adorno, honor de los hijos τοῖς τεκοῦσί τε ἀνάθημα βιότου E.Fr.518, τῇ Ἠλείων πόλει τῆς σοφίας ἀνάθημα τὴν δόξαν εἶναι τὴν σήν que la reputación de tu sabiduría es un honor para la ciudad de Elis Pl.Hp.Mi.364b, νομίσας ... βασιλικοῦ πλούτου τοῦτ' ἀνάθημα καὶ κατασκεύασμα λαμπρότατον y considerando esto el más espléndido adorno y monumento de la riqueza real D.H.19.14.
4 en AT ofrenda de objetos que son anatema LXX De.7.26, 3Ma.3.17, Iu.16.19.
German (Pape)
[Seite 188] (ἀνατίθημι), τό; bei Hom. zweimal, Od. 1, 152. 21, 430 in dem Verse μολπή τ' ὀρχηστύς τε (μολπῇ καὶ φόρμιγγι)· τὰ γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός, die Zierden des Mahles; bei den Folgenden das als Weihgeschenk in Tempeln Aufgestellte und Geweihte (Suid. πᾶν τὸ ἀφιερωμένον θεῷ), von Bildwerken jeder Art; Her. 1, 14. 92; vgl. Soph. Ant. 286; Eur. Ion. 310; Plat. Gorg. 472 b u. sonst; σοφίας, ein Denkmal der Weisheit, Hipp. min. 264 b. Dah. jeder auserlesene Schmuck; Hermipp. bei Ath. I, 28 a βάλανοι καὶ ἀμύγδαλα ἀναθήματα δαιτός; ebenso Kuchen, Ael. V. H. 11, 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu'on place par-dessus, ce qu'on offre en outre ; ἀναθήματα δαιτός OD le surcroît d'un repas (chant ou danse);
2 offrande religieuse (statue, trépied, etc.).
Étymologie: ἀνατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάθημα: ατος τό
1 досл. приложение, перен. украшение, краса (ἀναθήματα δαιτός Hom.; βιότου Eur.);
2 священное приношение, жертвенный дар Her., Thuc., Eur., Soph., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάθημα: -ατος, τὸ, (ἀνατίθημι) τὸ ἀνατιθέμενον, ἀνιδρυόμενον καὶ ἀκολούθως, ὡς τὸ ἄγαλμα, ἀφιέρωμα ἀνατεθειμένον τῷ ναῷ, οἷα ἦσαν οἱ τρίποδες, τὰ ἀγάλματα, κτλ. Ἡρόδ. 1. 14, 92, Σοφ. Ἀντ. 286, κτλ.· ἀν. ἐκ λειτουργιῶν Λυσ. 175. 26. 2) ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας τῆς λέξεως ἄγαλμα, εὐφροσύνη, κόσμημα, στολισμός, μολπή τ’ ὀρχηστύς τε... τὰ γάρ τ’ ἀναθήματα δαιτὸς Ὀδ. Α. 152, πρβλ. Φ. 430, Συλλ. Ἐπιγρ. 26 (ἐν τῷ παλαιῷ τύπῳ ἀνάθεμα)· οὕτω τὰ τέκνα καλοῦνται τοῖς τεκοῦσιν ἀνάθημα βιότου Εὐρ. Ἀποσπ. 522· καὶ ἡ δόξα εἶναι ἀν. σοφίας Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 364Β· ἐπὶ δούλου ἐν τῷ ναῷ, ἀν. πόλεως, ὡς ἀφιερωθέντος εἰς ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν ὑπὸ τῆς πόλεως, Εὐρ. Ἴων, πρβλ. ἀνάθεμα.
English (Autenrieth)
(ἀνατίθημι): only ἀναθήματα δαιτός, delights, glories of the feast (song and dance). (Od.)
English (Strong)
from ἀνατίθεμαι (like ἀνάθεμα, but in a good sense); a votive offering: gift.
English (Thayer)
(τος, τό (ἀνατίθημι), a gift consecrated and laid up in a temple, a votive offering (see ἀνάθεμα, 1): R G Tr WH). (κοσμεῖν ἀναθήμασι occurs also in Plato, Alcib. ii. § 12, p. 148e. ἀναθήμασι τέ κεκοσμήκαμεν τά ἱερά αὐτῶν, Herodotus 1,183 τό μέν δή ἱερόν οὕτω κεκόσμηται. Ἔστι δέ καί ἰδίᾳ ἀναθήματα πολλά.)
Greek Monolingual
το (Α ἀνάθημα)
οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα
αρχ.
1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα
2. στολίδι, κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι.
ΠΑΡ. αναθηματικός].
Greek Monotonic
ἀνάθημα: -ατος, τό (ἀνατίθημι),
1. αφιέρωμα πιστού που προσφέρεται σε ναό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. ευφροσύνη, κόσμημα, στολίδι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀνατίθημι, ἀνάθεμα.]
1. a votive offering set up in a temple, Hdt., Soph., etc.
2. a delight, ornament, Od.
Chinese
原文音譯:¢n£qhma 安那-帖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-安置
字義溯源:許願祭,供獻,供物;源自(ἀνατίθημι)=宣布);由(ἀνά)*=在上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 供物(1) 路21:5