ὀκτάτομος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, divided into eight tomes, βίβλος Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 317] βίβλος, ἡ, in acht Theilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάτομος: -ον, ὁ εἰς ὀκτὼ τόμους διῃρημένος, βίβλος Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 368.
Greek Monolingual
και οχτάτομος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάτομος, -ον)
αυτός που αποτελείται από οκτώ τόμους ή που διαιρείται σε οκτώ τόμους («οκτάτομη εγκυκλοπαίδεια»).