νοτίς
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ίδος, ἡ, moisture, A.Fr.481, E.Ph.646 (lyr.), Pl.Ti.60d, Thphr.CP 5.6.1, etc.; ποντία ν. E.Hec.1259; of perspiration, Arist.Pr.866a21, Gal.10.541.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
humidité.
Étymologie: νότος.
German (Pape)
ίδος, ἡ, Feuchtigkeit, Nässe; ποντία νοτίς, Eur. Hec. 1259; καλλιπόταμος ὕδατος νοτίς, Phoen. 649, öfter; auch ταχεῖα νοτὶς διώκει μ' ὀμμάτων, I.A. 684; Alexis bei Ath. IX.383e; sp.D., πορφυρέα πόντου, Anyte 12 (VII.215); λιπαρὴ πεύκης, Pech, Bian. 9 (XI.248); und in Prosa, Plat. Tim. 60d, und öfter in diesem Dialog, wie Tim.Locr. 101d, und einzeln bei Sp.
Russian (Dvoretsky)
νοτίς: ίδος (ῐδ) ἡ влага, вода (ποντία Eur.; κρυσταλλοειδής Plut.): ν. ὀμμάτων Eur. слезы; πεύκης ν. Anth. сосновая смола.
Greek (Liddell-Scott)
νοτίς: -ίδος, ἡ, (νότος) ὑγρασία, ὑγρότης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3.
Greek Monolingual
νοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
υγρασία.
[Ετυμολογία: < νότος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρτ-ίς)].
Greek Monotonic
νοτίς: -ίδος, ἡ (νότος), υγρασία, υγρότητα, σε Ευρ.
Middle Liddell
νοτίς, ίδος, ἡ, νότος
moisture, wet, Eur.
English (Woodhouse)
moisture, spring, weeping, flood of tears, shower of tears, stream of tears, tears