frater
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Latin > English
frater fratris N M :: brother; cousin
Greek Monolingual
αδελφός, ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. -ός, -ή, -ό(ν), Ν και αδερφός)
Ι. ουσ.
1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα
2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς
3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο, ομοεθνής, ομόφυλος
4. πολύ αγαπητό πρόσωπο, στενός φίλος, σύντροφος
ΙΙ. επίθ.
1. αδελφικός, φιλικός, σύμμαχος
2. αυτός που είναι καθ' όλα όμοιος με κάποιον, που αποτελεί ζευγάρι με αυτόν (στα νεοελλ. κυρίως στη φρ. «αδελφή ψυχή», ταίρι, σύντροφος
στα αρχ. για τα μάτια, τα χέρια κ.λπ.)
ΙΙΙ (Εκκλ.)
1. μέλος της χριστιανικής Εκκλησίας, χριστιανός
2. μέλος μοναστικού ιδρύματος, μοναχός, καλόγερος (συνήθως για προσαγόρευση)
νεοελλ.
1. στον πληθ. αδελφοί ή αδελφές
μέλη θρησκευτικής ή φιλανθρωπικής αδελφότητας, συλλόγων, μυστικών οργανισμών κ.ά
2. επιφών. σε φράσεις, όπως «βρε αδελφέ», «ωχ αδελφέ» κ.ά.
3. (ειδική χρήση του θηλ.) α) νοσοκόμα
β) ομοφυλόφιλος, κίναιδος
4. βλαστός που φυτρώνει μαζί με άλλον από το ίδιο στέλεχος
αρχ.
1. ουσ. συγγενής (κυρίως εξ αίματος)
2. επίθ. συγγενής, συναφής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αδελφός
αττ. τύπος συγκεκομμένος αντί του ἀδελφεὸς (= αδελφός), που απαντά στον Όμηρο, από τους τύπους τών πλαγίων πτώσεων (ἀδελφοῦ < ἀδελφεοῦ, ἀδελφῷ < ἀδελφεῷ): ἀδελφεὸς < ἀ-δελφεσὸς < α- αθροιστ. και πιθ. δέλφος, το, αμάρτυρος τύπος που θα σήμαινε «μήτρα» ή από το δελφύς, η «μήτρα» (απ' όπου πρώτος ο Ησύχιος παράγει το αδελφός: «ἀδελφοί
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος γεγονότες
δελφὺς γὰρ ἡ μήτρα»)
πρβλ. ἀγάστωρ «συγγενής» < α- αθροιστ. + γαστὴρ «κοιλιά». Η λ. αδελφός, σημαίνοντας τον ομομήτριο αδελφό, αντικατέστησε νωρίς την κληρονομημένη ΙΕ λέξη φράτηρ, που από την αρχική σημ. του «ομοπάτριος αδελφός» εξελίχθηκε στον όμαιμο συγγενή μιας μεγαλύτερης οικογένειας (πατριάς), για να καταλήξει στην πολιτική περισσότερο σημασία «του μέλους της ίδιας φυλής, φατρίας (φράτρας)». Η άποψη του Kretschmer (περιοδικό «Glotta», 2, 201 κ.εξ. και 27, 25 κ.εξ.), σύμφωνα με την οποία η αντικατάσταση του φράτηρ από το αδελφός αντικατοπτρίζει και το πέρασμα από πατριαρχικές σε μητριαρχικές κοινωνικές δομές, που πήραν οι Έλληνες από τους γηγενείς Προέλληνες, είναι δύσκολο να αποδειχθεί, μολονότι λεξιλογικά στοιχεία, όπως το αιολικό και αρκαδοκυπριακό κασίγνητος, που αρχικά σήμαινε επίσης τον «ομοπάτριο αδελφό» και μετά τον «όμαιμο συγγενή» της ίδιας πατριάς ή το ομόρριζο (;) δωρικό κάσιοι ή κάσιες («οἱ ἐπί τῆς αύτῆς ἀγέλης ἀδελφοί τε καὶ ἀνεψιοὶ» Ησύχιος), φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής. Η λέξη αδελφός από όρος συγγενείας προσέλαβε βαθμηδόν, όπως και το φράτηρ, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου σημασίες, που κορυφώθηκαν στην ευρεία χρήση της λέξης στη γλώσσα της χριστιανικής θρησκείας. Ο τύπος αδερφός ήδη μεσαιωνικός, με ρ αντί λ. προήλθε με φωνητική τροπή του λ στο αντίστοιχο υγρό ρ, που σημειώθηκε σποραδικά ιδίως σε περιβάλλον μπροστά από κλειστό σύμφωνο (πρβλ. χαρκιὰς < χαλκιάς, ἐρπίδα < ἐλπίδα κ.λπ.) (Χατζιδάκης, Γλωσσολογικαί Έρευναι, τόμ. Α' σ. 343).
ΠΑΡ. ἀδέλφιον
αρχ.
ἀδελφιδεύς, ἀδελφιδῆ, ἀδελφιδός, ἀδελφιδοῦς, ἀδελφίζω, ἀδέλφιξις.
ΣΥΝΘ. ἀδελφοκτόνος, ἀδελφότης
αρχ.
ἀδελφογαμῶ, ἀδελφοζωία, ἀδελφοπρεπῶς
μσν.- νεοελλ.
ἀδελφόθεος, ἀδελφομιξία, ἀδελφοποιία
νεοελλ.
αδελφοδιώκτης, αδελφομοίρι, αδελφοξαδέλφια, αδελφοπαίδι, αδελφοπαράδοτος, αδελφοποιτός, αδελφόπουλο, αδελφοσκοτωμός, αδελφοφάγος, αδελφοφάγωμα κ.λπ.].
Latin > English (Lewis & Short)
frāter: tris, m. Sanscr. bhrātā; Gr. φράτηρ, φράτωρ, clansman; Goth. brothar; Engl. brother,
I a brother.
I Lit.: frater mi, salve, Plaut. Curc. 5, 2, 58; cf.: mi frater, mi frater, mi frater, tune id veritus es? etc., Cic. Q. Fr. 1, 3, 1: amabo te, mi frater, ne, etc., id. ib. 1, 4, 1: L. frater meus, id. Verr. 2, 4, 11, § 25: uxores habent inter se communes: et maxime fratres cum fratribus, Caes. B. G. 5, 14, 4; cf.: fratrem a fratre renuntiatum, id. ib. 7, 33, 3: et filius et fratris filius, id. ib. 5, 27, 2: fratris filia, Plin. Ep. 8, 11, 1: fratres gemini, twin-brothers, Cic. Clu. 16, 46; Hor. Ep. 1, 18, 41: fratres gemelli, Ov. H. 8, 77; also in the reverse order: gemini fratres, Cic. Div. 2, 43, 90; Liv. 1, 5, 6; Suet. Caes. 10; Verg. A. 7, 670; Ov. H. 17, 250 (and therefore wrongly censured by Quint.: quaedam ordine permutato fiunt supervacua, ut fratres gemini: nam si praecesserint gemini, fratres addere non est necesse, Quint. 9, 4, 24).— Also in sing.: To. Hic ejus geminus est frater. Do. Hiccine'st? To. Ac geminissimus. Do. Di deaeque et te et geminum fratrem excrucient, Plaut. Pers. 5, 2, 49 sq.: venimus fratrem quaesitum geminum germanum meum, my full twin-brother, id. Men. 2, 1, 7; cf.: spes mihi est, vos inventuros fratres germanos duos Geminos, una matre natos et patre uno uno die, id. ib. 5, 9, 43: Cn. Phaenius ... frater germanus Q. Titinii, full brother, own brother, Cic. Verr. 2, 1, 49, § 128; id. Font. 17, 36: fratres uterini, brothers by the same mother, uterine brothers, Cod. Just. 5, 62, 21: fratribus illa (templa) deis fratres de gente deorum Circa Juturnae composuere lacus, the brothers of a race of gods (Tiberius and Drusus), descended from the divine brothers (Castor and Pollux), Ov. F. 1, 707.—Of the giants: fratresque tendentes opaco Pelion imposuisse Olympo, Hor. C. 3, 4, 51: conjurati fratres, Verg. G. 1, 280.—Poet. of dogs: et Thous et Cyprio velox cum fratre Lycisca, Ov. M. 3, 220; Grat. Cyneg. 299.
II Transf.
A Like our word brother, as a familiar appellation of friends and lovers.
1 In gen.: quam copiose laudatur Apronius a Timarchide ... Volo, mi frater, fraterculo tuo credas: consorti quidem in lucris atque in furtis, gemino et simillimo nequitia, improbitate, audacia, Cic. Verr. 2, 3, 66, § 155: frater, pater, adde: Ut cuique est aetas, ita quemque facetus adopta, Hor. Ep. 1, 6, 54: frater erat Romae consulti rhetor, id. ib. 2, 2, 87: eheu cicatricum et sceleris pudet Fratrumque, i. e. of dear fellow-citizens, id. C. 1, 35, 34; Juv. 5, 135; cf. Phaedr. 1, 31, 5.—So freq. of civil wars: gaudent perfusi sanguine fratrum, Verg. G. 2, 510: crudeles gaudent in tristi funere fratrum, Lucr. 3, 70.—
2 In partic.
a Of lovers: nisi intercederent mihi inimicitiae cum istius mulieris viro: fratre volui dicere: semper hic erro, Cic. Cael. 13, 32; cf. Tib. 3, 1, 23; Mart. 2, 4, 3; 10, 65, 14 (cf. soror); Petr. 9, 2.—
b In publicists' lang., an honorary title given to allies: Aedui, fratres consanguineique saepenumero a senatu appellati, Caes. B. G. 1, 32, 2; 2, 3, 5: non modo hostes, sed etiam fratres nostri Aedui, Cic. Fam. 7, 10 fin.: Aedui fratres nostri pugnant, id. Att. 1, 19, 2 (cf. fraternitas). —
B Fratres for brother and sister (as also the Gr. ἀδελφοί): Lucius et Titia fratres emancipati a patre, Dig. 10, 2, 38: tres fratres, Titius, Naevius et Seia, ib. 2, 14, 35: fratrum incestus, amor, Tac. A. 12, 4: INFANTIBVS HILARIONI ET REVOCATAE FRATRIBVS, Inscr. Orell. 4583.—
C Like Gr. ἀδελφός, of near kindred.
1 Frater patruelis, a cousin, a father's brother's son: hic illius frater patruelis et socer T. Torquatus, Cic. Planc. 11, 27; cf.: L. Cicero frater noster, cognatione patruelis, amore germanus, id. Fin. 5, 1, 1; cf. Dig. 38, 10, 1, § 10; for which simply frater, Cic. Clu. 24, 60; id. Att. 1, 5, 1; Cat. 66, 22; Ov. H. 8, 28; id. M. 13, 31; Tac. A. 3, 38; 11, 9; Just. 17, 3; Cic. Post Red. in Sen. 10, 25.—
2 Perh. also for levir (cf. the Fr. beaufrère), a brother-in-law, sister's husband: prope attonitus ipso congressu Numida, gratias de fratris filio remisso agit, Liv. 28, 35, 8 (cf. id. 27, 19, 9).—
D Fratres Arvales, a college of priests; v. arvalis.—
E Frater Solis et Lunae, the title of the Parthian kings, Amm. 17, 5; 23, 5.—
F Of things of a like kind (so, too, the Gr. ὰδελφός; cf. also soror): aspicies illic positos ex ordine fratres (i. e. libros), Ov. Tr. 1, 1, 107; so Mart. 12, 3, 6.—As a proper name: (In Mauretania) montes sunt alti, qui ... ob numerum Septem, ob similitudinem Fratres nuncupantur, Mel. 1, 5, 5; Plin. 5, 2, 1, § 18; Sol. 25 (in Ptolemy, Ἑπτὰ ἀδελφοί; cf. Mann. Afr. 2, p. 459).
Latin > French (Gaffiot 2016)
frāter,⁶ tris, m. (φράτηρ), frère : mi frater Cic. Q. 1, 3, 1, mon cher frère ; fratres gemini Cic. Clu. 46, frères jumeaux ; germanus Cic. Verr. 2, 2, 128, frère germain [de père et de mère] ; patruelis Cic. Verr. 2, 4, 25, cousin, ou frater seul Verr. 2, 4, 145 ; fratres uterini Cod. Just. 5, 62, 21, frères utérins [de mère] ; dii fratres Ov. F. 1, 707, Castor et Pollux || fratres, le frère et la sœur : Tac. Ann. 12, 4 || [terme d’amitié] : Cic. Verr. 2, 3, 155 || frères, alliés : Cæs. G. 1, 33, 2 ; Cic. Att. 1, 19, 2 || prêtre d’un même collège : Varro L. 5, 85 ; P. Fest. 5 ; Plin. 18, 6 ; Solis et Lunæ Amm. 17, 5, frère du Soleil et de la Lune [titre que prenaient les rois de Perse] || [appellation d’objets qui se ressemblent] : [montagnes] Mela 1, 29 ; Plin. 5, 18 ; [livres rangés ensemble] Ov. Tr. 1, 1, 107.
Latin > German (Georges)
frāter, tris, m. (altindisch tar-, griech. φράτηρ, Mitglied einer φρατρία, d.h. Sippe, ahd. bruoder), der Bruder, I) eig.: frater meus, Cic.: filius et fratris filius, Caes.: frater et soror, Nep., fratres sororesque, Sen.: uxor fratris, Schwägerin, Liv.: uxoris u. tuae uxoris frater, Schwager, Suet. u. Cic.: fratris filia, Nichte Sen.: consulis frater matre eādem genitus, leiblicher Br., Liv.: hic eius geminus est frater, Zwillingsbruder, Plaut.: u. so fratres gemini, Cic., od. (poet.) gemelli, Ov., Zwillingsbrüder: germanus, leiblicher Bruder, der dieselben Eltern, wenigstens den gleichen Vater hat, Cic.: fratres uterini, Brüder von einer Mutter, Cod. Iust. 5, 62, 21: dii fratres, Suet, od. fratres gemini, Ov., Kastor u. Pollux. – v. Hunden, Ov. met. 3, 220. Gratt. cyn. 299. – II) übtr.: A) fratres, Geschwister, Bruder u. Schwester, wie ἀδελφοί, Tac., Eutr. u. ICt.: decem quidam fratres fuerunt, quorum septem sunt mares, duo feminae, Augustin. – B) das Geschwisterkind, der Vetter, wie ἀδελφός, a) frater patruelis, der Vaters-Bruderssohn, Cic. Planc. 27; vgl. Cic. de fin. 5, 1 (L. Cicero frater noster, cognatione patruelis, amore germanus) u. Liv. 35, 10, 8 (pro fratre germano, non patrueli se petere aiebat). – u. im Zshg. gew. (wie ἀδελφός) bl. frater, Cic. Clu. 60. Cic. ad Att. 1, 5, 1. Ov. her. 8, 28. Ov. met. 13, 31 u.a. (s. Drak. Liv. 35, 10, 9. Ruperti Tac. ann. 3, 38, 1). – b) der Mutter-Schwestersohn, Cic. post red. in sen. 25. – c) der Schwestermann, Schwager, Liv. 28, 35, 8. – C) Bruder, als Liebkosungswort, a) = Freund, Timarch. b. Cic. Verr. 3, 155. Hor. ep. 1, 6, 54 u.a.: v. Tieren, salve, frater! Phaedr. 1, 31, 5 (der Esel zum Eber). – dah. frater als publiz. Ehrenname der Bundesgenossen, Caes., Cic. u.a. – b) = Geliebter, Petron. 9, 2 u.a. – D) fratres, wie ἀδελφοί, Brüder, von zusammengehörigen, gleichartigen Dingen, v. Bergen, Mela u. Plin.: positi ex ordine fratres, v. Schriften, Ov.: o nummi... vos estis fratres, Iuven. – / vulg. Genet. Plur. fratruum, Itala (Wirc.) Ierem. 41 (48), 8. – eine falsche Form ist fratrium, Corp. inscr. Lat. 5, 4430.
Translations
Aari: isimanna; Abkhaz: аиашьа; Adyghe: шы; Afar: saqal; Afrikaans: broer; Aghwan: 𐕛𐔼𐕖𐔼; Ainu: ユポ; Akkadian: 𒋀; Albanian: vëlla; Amharic: ወንድም; Andi: воцци; Angor: ranihı; Apache Western Apache: bikʼisn; Arabic: أَخ, شَقِيق; North Levantine Arabic: أخ, خي; South Levantine Arabic: أخ; Aragonese: chirmán; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܐܲܚܵܐ, ܐܲܚܘܿܢܵܐ; Classical Syriac: ܐܚܐ; Jewish Aramaic: אַחָא; Archi: ушду; Argobba: እህ; Armenian: եղբայր, ախպեր; Old Armenian: եղբայր; Aromanian: frati, frate; Assamese: ভাই; Asturian: hermanu; Avar: вац; Aymara: jilata, jila; Azerbaijani: qardaş; Bakhtiari: گگه; Balinese: nyama muani; Baluchi: برات; Bashkir: ағай; ҡусты, эне, мырҙа; Basque: anaia, neba; Bavarian: bruada; Belarusian: брат; Bengali: ভাই, ভ্রাতা, বেরাদর; Breton: breur, breudeur; Bulgarian: брат; Burmese: အကို, ညီ, မောင်; Buryat: аха, дуу; Catalan: germà; Cham Eastern Western Chechen: ваша; Cherokee: ᎤᏙ, ᏗᎾᏓᏅᏟ; Chinese Cantonese: 哥哥, 弟弟, 兄弟, 大佬, 細佬, 细佬, 阿哥; Mandarin: 哥哥, 弟弟, 兄弟, 兄弟; Min Nan: 阿兄, 小弟, 兄弟, 哥哥, 兄哥, 大兄, 大哥; Teochew: 阿兄, 阿弟; Chinook Jargon: ow, kahpo; Chuvash: ар тӑван; Comanche: tami, pabi; Coptic: ⲥⲟⲛ; Corsican: fratellu, frateddu; Crimean Tatar: ağa, qardaş, kadâ; Czech: bratr; Dalmatian: frutro; Danish: broder, bror; Dhivehi: ކޮއްކޮ, ބޭބެ; Dolgan: убай, бий; Dutch: broer, broeder; Dzongkha: བུ་སྤུན, ཕོ་རྒནམ, ནུ་གཅུང; Elfdalian: bruor; Erzya: леля, ялакс; Esperanto: frato; Estonian: vend, veli; Even: акан, нө; Evenki: акин, нэкун; Ewe: nɔviŋutsu, fo, tsɛ; Faroese: bróðir, beiggi; Finnish: veli; French: frère; Friulian: fradi; Galician: irmán; Ge'ez: እኅው; Georgian: ძმა; German: Bruder; Alemannic German: Brüeder; Gooniyandi: marna; Greek: αδελφός, αδερφός; Ancient Greek: ἀδελπιός, ἀδελφειός, ἀδελφεός, ἀδελφιός, ἀδελφός, ἀδερφός, ἀδευφιός, αὐθαίμων, κασίγνητος, κάσις, κοινότοκος, ὅμαιμος, ὁμαίμων, ὁμόγνητος, ὁμόγνιος, ὁμόσπορος, ὁμόσφυρος, σύγγονος, σύναιμος, συνομαίμων; Greenlandic: qatanngut angut, angaju, nuka, ani, aqqaluk; Gujarati: ભાઈ; Haitian Creole: frè; Hausa: ɗanuwa; Hawaiian: kaikuaʻana; Hebrew: אָח; Higaonon: sulud ma-ama; Hindi: भाई, भ्राता, सहोदर, बिरादर, दादा, भाऊ, वीर, बंधु, भैया, भ्रातृ; Hungarian: fivér, fiútestvér, bátya, öcs; Icelandic: bróðir, brói; Ido: fratulo; Igbo: nwanne nwoke; Ilocano: kabsat a lalaki, kabagis, manong, ading a lalaki; Indonesian: saudara, kakak laki-laki, abang, adik laki-laki; Ingrian: velli; Ingush: воша; Interlingua: fratre; Irish: deartháir; Istriot: fra; Istro-Romanian: fråte; Italian: fratello; Jamaican Creole: broda, breda; Japanese: 兄弟, 兄, お兄さん, 兄ちゃん, 弟, ブラザー; Javanese: kangmas, dimas; Kabuverdianu: irmon, armun; Kalmyk: дү; Kannada: ಅಣ್ಣ, ತಮ್ಮ, ಸಹೋದರ; Karachay-Balkar: къарнаш, къарындаш; Karelian: velli; Kashmiri: بوے; Kashubian: brat; Kazakh: аға, іні; Khmer: បងប្រុស, ប្អូនប្រុស, ភាតរ, ភាតា; Khoekhoe: ǃgâsab; Komi-Permyak: вон; Korean: 형제, 형님, 오빠, 남동생, 동생, 아우, 브라더, 오라버님; Kumyk: къардаш, эр къардаш; Kurdish Central Kurdish: بِرا; Laki: بِرا; Northern Kurdish: bira; Southern Kurdish: بِرا; Kyrgyz: байке, ага, ини; Ladino: ermano; Lak: уссу; Lao: ອ້າຍ, ນ້ອງຊາຍ; Latgalian: bruoļs; Latin: frater; Latvian: brālis; Ligurian: fræ; Lithuanian: brolis; Livonian: veļ; Lombard: fradell; Low German: Broder, Brauder, Broer, Bruer; Luganda: ow'oluganda; Luhya: wandaywe©; Luxembourgish: Brudder; Macedonian: брат; Maguindanao: pagali, lusud sa tian; Malagasy: anadahy; Malay Rumi: abang, adik lelaki; Jawi: ابڠ, اديق للاکي; Malayalam: സഹോദരന്, ചേട്ടൻ, അനിയന്; Maltese: ħu; Manchu: ᠠᡥᡡᠨ, ᡩᡝᠣ; Manx: braar; Maori: tuakana, teina, tungāne, taina, tuakana, hāmua; Maranao: pagari; Marathi: भाऊ; Mari Eastern Mari: иза, шольо; Western Mazanderani: برار; Mi'kmaq: nidap; Minangkabau: uda, udo, ajo, ombak, uwan, uwen, adiak; Mirandese: armano; Moksha: альняка, пяльне; Mongolian: ах, дүү, ах дүү; Mòcheno: pruader; Nanai: ага, нэил; Navajo: atsilí, ánaaí; Tundra Nenets: ня; Nepali: दाजु; Nivkh: асӄ, асӄа, ыкын, ыкына, атик; North Frisian: brouder, bruler, Bröđer; Northern Ohlone: ták̄a, táusíkís, ká̄nak tausík̄is; Northern Sami: viellja; Norwegian: bror; Occitan: fraire; Ojibwe: nishiime, nisayenh, niijikiwenh; Okinawan: ゐきー; Old Church Slavonic Cyrillic: братръ; Glagolitic: ⰱⱃⰰⱅⱃⱏ; Old East Slavic: братъ; Old English: brōþor; Old Javanese: ari; Old Norse: bróðir, barmi; Old Occitan: frayre; Old Prussian: brāti; Old Saxon: brōthar; Oriya: ଭାଇ; Oromo: obboleessa; Ossetian: ӕнсувӕр, ӕрвадӕ, ӕфсымӕр, ӕрвад; Pali: bhātar; Pashto: ورور; Pennsylvania German: Bruder; Persian: برادر, داداش, اخ; Phoenician: 𐤀𐤇; Piedmontese: fradel, frel; Plautdietsch: Brooda; Polabian: brot; Polish: brat pers; Portuguese: irmão; Punjabi: ਵੀਰ; Q'eqchi: as; Quechua: turi, wawqi; Romani: phral; Kalo Finnish Romani: phaal; Romanian: frate; Romansch: frar; Russian: брат, братец, братишка, братан; Rusyn: брат; Saho: sacal; Samoan: uso; Sanskrit: भ्रातृ; Sardinian: fràde; Scots: brither, brar; Scottish Gaelic: bràthair; Serbo-Croatian Cyrillic: бра̏т; Roman: brȁt; Seri: aacaz; Sicilian: frati; Sidamo: rodo; Silesian: brat; Sindhi: ڀاءُ; Sinhalese: අය්යා, මල්ලි; Slovak: brat; Slovene: brat; Slovincian: brãt; Somali: walaal; Sorbian Lower Sorbian: bratš; Upper Sorbian: bratr; Spanish: hermano; Sumerian: 𒋀; Sundanese: akang, aa, raka, rayi, dédé; Svan: მუხვბე, ჯჷმილ; Swahili: ndugu, kaka; Swedish: bror, broder, brorsa; Tagalog: kapatid na lalaki, kuya, totoy, diko, sangko, siko; Tajik: бародар, ах; Talysh: بوه, برا; Tamil: சகோதரன், அண்ணன், தம்பி; Taos: p'ǫ́yna, pòpóna; Tatar: абый, абзый, эне; Telugu: అన్న, తమ్ముడు, సోదరుడు; Tetum: maun; Thai: พี่, พี่ชาย, น้อง, น้องชาย, ภราดร, ภราดา; Tibetan: ཇོ་ཇོ, ཅོ་ཅོག, ཇོ་ལགས, འོག་མ, ནུ་བོ, ཨོ་ལགས; Tigrinya: ሓወ; Tocharian A: pracar; Tocharian B: procer; Tongan: tokoua, tuonga'ane; Turkish: erkek kardeş, kardeş, birader, ağabey, abi; Turkmen: dogan; Turoyo: ܐܰܚܘܢܳܐ; Tuvan: акы, дуңма; Udi: вичи; Udmurt: брат, агай, нюня, вын; Ugaritic: 𐎀𐎃; Ukrainian: брат; Urdu: بھائی, بھراتا; Uyghur: ئاكا, ئىنى; Uzbek: aka, uka; Venetian: fradèlo, fradelo, fradel, german; Veps: veik; Vietnamese: anh or anh trai, em trai, em, anh em; Volapük: blod, higem; Votic: velli; Welsh: brawd, brodyr; West Frisian: broer; Wolof: mag ju góor, ràkk ju góor, càmmiñ; Xhosa: ubhuti, umntase, umnakwe; Yagnobi: буродар, вирот; Yakut: убай, бий, быраат, ини; Yiddish: ברודער; Yoruba: arakunrin; Yucatec Maya: iitsʼin, sukuʼun; Yup'ik: anngaq; Yámana: waym; Zazaki: bra; Zhuang: beix, nuengx, beixneungx; Zulu: ubhuti