δυσέμετος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

German (Pape)

[Seite 679] = δυσεμής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμετος: -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.

Spanish (DGE)

-ον
que vomita con dificultad Synes.Ep.120, cf. δυσήμετος.

Greek Monolingual

δυσέμετος, -ον (Α)
ο δυσεμής.