μαθητής
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, learner, pupil, τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians, οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu.140; οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a, al.; ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap.33a: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a student of it, Id.R.618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib.599c; μ. περί τινος Id.La.186e; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 disciple (d'un maître);
2 qui apprend, étudiant en gén.
Étymologie: μανθάνω.
German (Pape)
ὁ, der Lernende, Schüler, Her. 4.77 und Folgde; Gegensatz διδάσκαλος, Plat. Euthyphr. 5a, und εὑρετής, Lach. 186e; vgl. noch ἕνα τῶν μαθητῶν περὶ ὀρθότητος ὀνομάτων ἐμὲ γράφου, Crat. 428b.
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητής: οῦ ὁ
1 ученик (ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου Plat.);
2 последователь (Πρωταγόρου Plat.);
3 изучающий (μαθηταὶ ἰατρικῆς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητής: -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· συχνάκις παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, αὐτόθι 599C· οὕτω, μ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε.
English (Abbott-Smith)
μαθητής, -οῦ, ὁ (μανθάνω), [in LXX only as v.l. (A) in Je 13:21 20:11 26(46):9*;]
a disciple: opp. to διδάσκαλος, Mt 10:24, Lk 6:40; Ἰωάννου, Mt 9:14, Lk 7:18, Jo 3:25; τ. Φαρισσίων, Mt 22:16, Mk 2:18, Lk 5:33; Μωυσέως, Jo 9:28; Ἰησοῦ, Lk 6:17 7:11 19:37, Jo 6:66 7:3 19:38; esp. the twelve, Mt 10:1 11:1, Mk 7:17, Lk 8:9, Jo 2:2, al.; later, of Christians generally, Ac 6:1, 2 7 9:19, al.; τ. κυρίου, Ac 9:1.
English (Strong)
from μανθάνω; a learner, i.e. pupil: disciple.
English (Thayer)
μαθητοῦ, ὁ (μανθάνω), a learner, pupil, disciple: universally, opposed to διδάσκαλος, τίνος, one who follows one's teaching: Ἰωάννου, τῶν Φαρισαίων, Μωϋσέως, ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, οἱ μαθητοι αὐτοῦ ἱκανοί, ἅπαν τό πλῆθος τῶν μαθητῶν, the twelve apostles: οἱ μαθηταί, ), etc.; in the Acts οἱ μαθηταί are all those who confess Jesus as the Messiah, Christians: τοῦ κυρίου added, T, nor in the Epistles of the N. T., nor in the Apocalypse; in Greek writings from (Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato down.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) μαθαίνω
1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ.
β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», Διόδ.)
2. αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την τεχνοτροπία μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)
νεοελλ.
αυτός που φοιτά σε σχολείο («είναι από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»).
Greek Monotonic
μᾰθητής: -οῦ, ὁ (μανθάνω), μαθητευόμενος, μαθητής, Λατ. discipulus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
Middle Liddell
μᾰθητής, οῦ, μανθάνω
a learner, pupil, Lat. discipulus, Hdt., Plat., etc.
Chinese
原文音譯:maqht»j 馬帖帖士
詞類次數:名詞(268)
原文字根:學(習者) 相當於: (לָמַד)
字義溯源:學習者,門徒,信徒,學生;源自(μανθάνω)*=學)。門徒這字使用二百六十餘次,全用在四福音書和使徒行傳中。門徒的意義,就是跟從(ἀκολουθέω)),從後面跟隨(ὀπίσω / τοὐπισω))。門徒乃是跟從他們的夫子(διδάσκαλος)),學習他們的夫子,不僅在知識上,也在生活行動和受苦上學習。普通都是門徒選擇夫子,學生選擇老師。但是主耶穌的門徒,乃是主耶穌選擇門徒,呼召門徒。普通都是學生服事老師;然而,主耶穌卻服事門徒,為門徒洗腳。主耶穌教導門徒,乃是在行事上顯出父神的同在,是照父的旨意而行,叫門徒信他( 約2:11; 6:69)。結果就使門徒照著主耶穌所行的去行,並照主的吩咐彼此相愛,眾人因此就認出他們是主的門徒了( 約13:35,36)。所以信和愛,乃是主門徒的標記
出現次數:總共(262);太(73);可(46);路(37);約(78);徒(28)
譯字彙編:
1) 門徒(255)數量太多,不能盡錄;
2) 門徒的(3) 太10:42; 路11:1; 約12:4;
3) 學生(3) 太10:24; 太10:25; 路6:40;
4) 信徒(1) 徒15:10
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μαθεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β' τοῦ μανθάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
pupil
Albanian: nxënës, nxënëse; Arabic: تِلْمِيذ, تِلْمِيذَة; Egyptian Arabic: تلميذ, تلميذة; Aragonese: nineta; Armenian: աշակերտ; Azerbaijani: şagird; Baluchi: دانش آموز; Bashkir: уҡыусы; Belarusian: вучань, вучані́ца; Bulgarian: ученик, ученичка; Burmese: ကျောင်းသား, ကျောင်းသူ; Catalan: alumne, alumna, pupil, pupil·la; Chinese Mandarin: 學生/学生, 弟子, 生徒; Czech: žák, žákyně, žačka; Danish: elev; Dutch: leerling; Esperanto: lernejano, lernejanino, lernanto, lernantino, zorgato, zorgatino; Estonian: õpilane; Faroese: næmingur; Finnish: oppilas; French: élève; Georgian: მოსწავლე; German: Schüler, Schülerin, Schulkind; Greek: μαθητής, μαθήτρια; Ancient Greek: φοιτητής, μαθητής, μαθητρία; Hebrew: תַּלְמִיד, תַּלְמִידָה; Hindi: छात्र, शागिर्द, शिष्य; Hungarian: tanuló, diák, tanítvány, növendék; Icelandic: nemandi; Irish: dalta, fealmhac, fochlac, scológ; Italian: allievo, allieva; Japanese: 学童, 児童, 生徒, 学生, 弟子; Kabyle: abalmud; Kalmyk: сурһульч; Kazakh: оқушы; Khmer: សេក្ខ, កូនសិស្ស, សិស្ស; Korean: 학생(學生), 생도(生徒), 제자(弟子); Kurdish Northern Kurdish: şagirt, xwendekar; Kyrgyz: окуучу; Lao: ນັກຮຽນ; Latin: studens , discipulus, discipula; Latvian: skolnieks, skolniece; Lithuanian: mokinys, mokinė; Luxembourgish: Schüler; Macedonian: ученик, ученичка; Malayalam: വിദ്യാർഥി, ശിഷ്യൻ; Manx: doltey; Mingrelian: მოგურაფუ; Mongolian Cyrillic: сурагч; Norman: êcolyi; Norwegian Bokmål: elev, skoleelev; Nynorsk: elev, skoleelev, skuleelev; Old Irish: daltae; Pali: sekha; Pashto: شاګرد; Persian: شاگرد, تلمیذ, خواننده, طالب; Plautdietsch: Scheela; Polish: uczeń, uczennica; Portuguese: aluno, aluna, pupilo, pupila; Quechua: yachakuq, yachachikuq; Romanian: elev, eleva; Russian: ученик, ученица, учащийся, учащаяся; Sanskrit: छात्र; Scottish Gaelic: sgoilear; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏ченӣк, у̏ченица, ђа̑к; Roman: ȕčenīk, ȕčenica, đȃk; Skolt Sami: škooulneʹǩǩ; Slovak: žiak, žiačka; Slovene: učenec, učenka; Spanish: alumno, alumna, pupilo; Swedish: elev; Tajik: шогирд, талаба, хонанда; Tatar: укучы; Telugu: విద్యార్థి; Thai: นักเรียน; Turkish: öğrenci; Turkmen: okuwçy; Ukrainian: учень, учениця; Urdu: شاگرد, تلمیذ, طالب; Uyghur: شاگىرت, ئوقۇغۇچى; Uzbek: oʻquvchi, shogird; Vietnamese: học sinh, học trò; Volapük: julan, lärnan, tidäb, donajulan; Welsh: disgybl; Yiddish: תּלמיד; Zulu: umfundi