Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
ἡρωογονία, ἡ (Α)
(κατά τον Πρόκλο) ως κύρ. όν.. Ήρωογονία
τίτλος ποιήματος του Ησιόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -γονία (< -γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο-γονία].