καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
[Seite 1399] glatthäutig, Sp.
-ον, Ααυτός που έχει λείο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -δορος (< δορά) πρβλ. νεό-δορος].