ὠκύποινος

From LSJ
Revision as of 19:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠποινος Medium diacritics: ὠκύποινος Low diacritics: ωκύποινος Capitals: ΩΚΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: ōkýpoinos Transliteration B: ōkypoinos Transliteration C: okypoinos Beta Code: w)ku/poinos

English (LSJ)

ον, quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.

German (Pape)

schnell rächend, strafend, und pass., schnell bestraft, παραιβασία Aesch. Spt. 725.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].

Greek Monotonic

ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠκύ-ποινος, ον, ποινή
quickly-avenged, Aesch.