-άω, Αεμφανίζομαι ενώπιον δικαστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντάω «έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον» (πρβλ. απ-αντώ, κατ-αντώ)].